Τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι καινούργια. Επτά εκατομμύρια θάνατοι σημειώνονται κάθε χρόνο εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι εκτεθειμένο σε μη καθαρό αέρα. Η Μαρία Νέιρα, διευθύντρια του τμήματος Δημόσιας Υγείας και Περιβάλλοντος του ΠΟΥ κάνει λόγο για μια δραματική κατάσταση: «Είναι απαράδεκτο κάθε χρόνο 7 εκατομμύρια άνθρωποι να χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας των συνεπειών της ρύπανσης του αέρα. Αυτό σημαίνει ότι εννέα στους δέκα ανθρώπους στον κόσμο εισπνέουν αέρα, η ποιότητα του οποίου δεν συνάδει με τις προδιαγραφές του ΠΟΥ. Και αυτό είναι πραγματικά δραματικό».
Η κακή ποιότητα του αέρα ευθύνεται για το ένα τέταρτο των εμφραγμάτων, των εγκεφαλικών και των ασθενειών του πνεύμονα. Υπάρχουν όμως διαφορές όσον αφορά τον αέρα στους εσωτερικούς χώρους και τον αέρα στους εξωτερικούς χώρους. Στον αέρα στους εσωτερικούς χώρους παρατηρείται χειροτέρευση της ποιότητας ενώ σταθερή είναι η κατάσταση όσον αφορά τον αέρα στους εξωτερικούς χώρους. Οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες είναι αυτές που ευθύνονται περισσότερο για τη ρύπανση του αέρα.
Πλήττονται περισσότερο οι φτωχότερες χώρες
Τα αυτοκίνητα, η σκόνη αλλά και η καύση των σκουπιδιών επιβαρύνουν σημαντικά την ποιότητα του αέρα. Ο λόγος, σύμφωνα με την Μαρία Νέιρα, είναι ότι «πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν βλαβερές συνήθειες όσον αφορά τον τρόπο που μαγειρεύουν και θερμαίνουν τα σπίτια τους».
Κυρίως πλήττονται οι φτωχές χώρες της Αφρικής και της Ασίας διότι οι άνθρωποι εκεί είναι αναγκασμένοι να μαγειρεύουν και να ζεσταίνονται καίγοντας κάρβουνο ή ξύλα και όχι το πιο καθαρό αέριο ή ηλεκτρικό ρεύμα. Αντίθετα, στις πιο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες στην Ευρώπη, τον Καναδά ή τις ΗΠΑ η ποιότητα του αέρα έχει βελτιωθεί.
Ο ΠΟΥ συλλέγει τα δεδομένα του μέσω δορυφορικών λήψεων καθώς και από στοιχεία από 4.000 πόλεις σε περισσότερες από 100 χώρες στον κόσμο. Ο αριθμός των δήμων που εθελοντικά δίνουν τα στοιχεία τους στον ΠΟΥ έχει αυξηθεί. Πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά προειδοποιεί πάντως η Μαρία Νέιρα: «Θα πρέπει να διευκολύνουμε την πρόσβαση σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας για ένα πολύ μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού. Ωστόσο εξαιτίας της δημογραφικής κατάστασης και της έλλειψης πολιτικής βούλησης, σε ορισμένες χώρες δεν μπορούμε να προχωρήσουμε τόσο γρήγορα».
Πηγή Πληροφοριών: DW