Αμείλικτο είναι το υπουργείο Οικονομικών έναντι των λαθρεμπόρων υγρών καυσίμων ή έναντι εκείνων που νοθεύουν με διαλύτες ή άλλα χημικά τις δεξαμενές τους εξαπατώντας τους ανυποψίαστους καταναλωτές αλλά και το κράτος.
Μάλιστα το ΥΠΟΙΚ στο νομοσχέδιο που έχει καταθέσει προς ψήφιση στη Βουλή περιλαμβάνει και άρθρο σύμφωνα με το οποίο δίδεται και αμοιβή σε όσους καταγγείλουν την παρανομία με χρηματική επιβράβευση από 100 ευρώ έως και 3.000 ευρώ!
Στα μέτρα επιμέλειας για διάθεση και διακίνηση των καυσίμων το νομοσχέδιο του ΥΠΟΙΚ προβλέπει για τις εταιρείες την τακτική επικαιροποίηση των στοιχείων του φορολογικού μητρώου των πρατηρίων καυσίμων, τον περιοδικό έλεγχο ύπαρξης της άδειας λειτουργίας, των πιστοποιητικών των δεξαμενών και αντλιών, καθώς και στην υπεύθυνη δήλωση του εξουσιοδοτημένου συνεργείου και του εγκαταστάτη του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών, όπου αυτό απαιτείται, στα Πρατήρια Καυσίμων. Μάλιστα ξεκαθαρίζεται ότι οι εταιρείες έχουν προθεσμία 4 μηνών από τις αρχές του 2024 ώστε να ολοκληρώσουν τον έλεγχο.
Αν από την τήρηση μέτρων δέουσας επιμέλειας διαπιστωθεί ότι Πρατήριο Καυσίμων δεν παρέχει στα νομικά πρόσωπα τα στοιχεία και τις πληροφορίες ή δεν έχει εγκαταστήσει και λειτουργεί ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών, όπου αυτό απαιτείται, ή κατέχει, διαθέτει ή διακινεί νοθευμένα ενεργειακά προϊόντα ή ενεργειακά προϊόντα λαθρεμπορίας τότε τα νομικά πρόσωπα υποχρεούνται εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από τη διαπίστωση των ανωτέρω, να ενημερώσουν την αρμόδια υπηρεσία της ΑΑΔΕ και ταυτόχρονα να διακόψουν τη διάθεση και διακίνηση ενεργειακών προϊόντων προς το συγκεκριμένο Πρατήριο Καυσίμων.
Επίσης εντός 10 εργάσιμων ημερών, να αποσύρουν όλα τα τυχόν σήματά τους και τις αντλίες τους και, εντός ευλόγου χρόνου, όλο τον υπόλοιπο εξοπλισμό τους από το Πρατήριο Καυσίμων, μέχρι την αποκατάσταση των ανωτέρω και, σε περίπτωση σφράγισης της εγκατάστασης του Πρατηρίου Καυσίμων, μέχρι τη νόμιμη επαναλειτουργία του.
Για τη μη τήρηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας του παρόντος, επιβάλλονται πρόστιμα στα νομικά πρόσωπα ύψους από 5.000 ευρώ έως και 30.000 ευρώ ανά πρατήριο καυσίμων για μη τήρηση των υποχρεώσεων.
Επίσης η ΑΑΔΕ προβαίνει σε ετήσια δημοσιοποίηση των κυρώσεων που επιβάλλει στα υπόχρεα νομικά πρόσωπα τήρησης μέτρων δέουσας επιμέλειας.
Σε περιπτώσεις νόθευσης ή λαθρεμπορίας καυσίμων σε πρατήριο καυσίμων ή παρεμπόδισης του σχετικού ελέγχου, επιβάλλεται σφράγιση για 2 έτη όταν μετά από εξέταση δείγματος καυσίμων των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης του Γ.Χ.Κ., υπάρχει διαφορά μεταξύ της ανάλυσης του πρώτου, και του κατ’ έφεση δείγματος, προκύπτει ότι το ελεγχόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει, διακινεί και εμπορεύεται νοθευμένα καύσιμα, είτε η ΑΑΔΕ ή άλλη διωκτική αρχή μετά από έκθεση διαπιστώσει τέλεση λαθρεμπορίας καυσίμων.
Επίσης αν οι ιδιοκτήτες του πρατηρίου παρεμποδίζουν τον έλεγχο το πρατήριο σφραγίζεται επίσης για 2 έτη.
Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οι νομικές οντότητες των οποίων η εγκατάσταση πρατηρίου καυσίμων σφραγίστηκε, απαγορεύεται να δραστηριοποιούνται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ή ιδιότητα ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις εμπορίας ή διακίνησης ενεργειακών προϊόντων για 2 έτη από τη διαπίστωση της παράβασης. Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα που είναι ιδιοκτήτες πρατηρίων καυσίμων κατά 100%), η απαγόρευση των 2 ετών εφαρμόζεται όταν σφραγίζονται τουλάχιστον 5 πρατήρια εντός 3 μηνών.
Εφόσον οι παραβάσεις διαπιστωθούν κατά τον επιτόπιο έλεγχο στην εγκατάσταση, η σφράγιση της εγκατάστασης διενεργείται άμεσα και τοποθετούνται σε εμφανή σημεία της εγκατάστασης πινακίδες με την ένδειξη «Κλειστό λόγω παραποίησης μηχανισμών». Σε κάθε άλλη περίπτωση, η σφράγιση της εγκατάστασης διενεργείται εντός 2 εργάσιμων ημερών από την έκδοση της καταλογιστικής πράξης επιβολής του προβλεπόμενου διοικητικού προστίμου.
Όσον αφορά στην χρηματική επιβράβευση προσώπων κατόπιν επιβολής προστίμου μετά από επώνυμη καταγγελία στο νομοσχέδιο ξεκαθαρίζεται ότι ανέρχεται στο δεκαπλάσιο της αξίας της συναλλαγής του εκδοθέντος στοιχείου λιανικής, για το οποίο έγινε η καταγγελία, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και σε καμία περίπτωση δεν υπολείπεται των 100 ευρώ, ούτε υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ.
Αν η καταγγελία αφορά περισσότερα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσε η ίδια οντότητα, η χρηματική επιβράβευση υπολογίζεται επί του εκδοθέντος φορολογικού στοιχείου με τη μεγαλύτερη αξία.