Η Επιτροπή Ανταγωνισμού το Νοέμβριο του 2022 αποφάσισε αυτεπαγγέλτως την εκκίνηση της διαδικασίας κανονιστικής παρέμβασης στον κλάδο των πετρελαιοειδών. Ειδικότερα, η εν λόγω κανονιστική παρέμβαση, αφορά στην αξιολόγηση του εάν επικρατούν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στα τρία στάδια παραγωγής και διανομής (διύλιση, εμπορία και λιανική διάθεση) σε επιμέρους προϊόντα στην ελληνική αγορά (αμόλυβδη βενζίνη 95, πετρέλαιο κίνησης και πετρέλαιο θέρμανσης), τα οποία αφορούν σε βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης με χαμηλή ανελαστική ζήτηση ως προς την τιμή.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού στο στάδιο της διύλισης επικρατούν συνθήκες δυοπωλίου, με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Οι καθοριστικοί παράγοντες διαμόρφωσης της τιμής για τις εγχώριες πωλήσεις κάθε προϊόντος είναι κοινοί για τις δύο εταιρείες. Παρά το αυξημένο περιθώριο διύλισης του πρώτου σοκ (κορωνοϊού), οι εταιρείες διύλισης δεν εμφάνισαν λειτουργικά κέρδη στο σύνολο της χρήσης του 2020 , γεγονός που οφείλεται κυρίως στην περιορισμένη, λόγω της πανδημίας, ζήτηση και κατ’ επέκταση παραγωγή τελικών προϊόντων από τις εταιρείες διύλισης, σε σχέση με το υψηλό σταθερό κόστος παραγωγής τους. Αντίθετα, το αυξημένο περιθώριο διύλισης του δεύτερου σοκ (πόλεμος στην Ουκρανία) οδήγησε σε σημαντικά λειτουργικά κέρδη στις εταιρείες διύλισης, καθώς συνοδεύτηκε από σχετικά αυξημένη ζήτηση (σε σχέση με τη χρήση του 2020) και κατ’ επέκταση παραγωγή από τις εταιρείες διύλισης και με διαχρονικές αυξήσεις στις τιμές.
Η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα, η οποία υπερκαλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς, σε συνδυασμό και με τη συρρίκνωση του κλάδου (παγκοσμίως), διαχρονικά λειτουργούν ανασταλτικά για την είσοδο άλλων εταιρειών στον κλάδο.
Επίσης οι εισαγωγές δεν φαίνεται να ασκούν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης.
Η παρατηρούμενη ασύμμετρη μετακύλιση στα καύσιμα, σε συνδυασμό με τα υψηλά περιθώρια κερδοφορίας των εταιρειών διύλισης και της επιλογής συγκεκριμένων παραγόντων τιμολόγησης και την εξαιρετικά χαμηλή ανταγωνιστική πίεση λόγω των περιορισμένων εισαγωγών, επιβεβαιώνουν την ικανότητα των εταιρειών διύλισης να αυξάνουν επικερδώς τις τιμές τους, χωρίς να επηρεάζονται αισθητά από τις ενέργειες των πελατών τους ή να περιορίζονται από δυνητικούς ανταγωνιστές. Ιδιαίτερα, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων τιμολόγησης των εταιρειών εμπορίας από τις εταιρείες διύλισης, καθίσταται σαφές ότι οι τελευταίες αντισταθμίζουν τουλάχιστον σημαντικό μέρος των κινδύνων τους (όπως μεταβλητότητα συναλλαγματικής ισοτιμίας και μεταβλητότητα τιμής αγοράς αργού πετρελαίου/κόστους,) και το μετακυλίουν προς τους πελάτες τους, οι οποίοι δεν διαθέτουν εναλλακτική πηγή εφοδιασμού. Σημειώνεται ότι οι εταιρείες διύλισης πραγματοποιούν μεγαλύτερο έσοδο από τις πωλήσεις στους στην εγχώρια αγορά έναντι των εξαγωγών.
Στο στάδιο της χονδρικής εμπορίας η αγορά χαρακτηρίζεται από μέτριο προς χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης, όπου οι δραστηριοποιούμενες εταιρείες επιδιώκουν να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της προώθησης εναλλακτικών διαφοροποιημένων προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών καθώς και της εν γένει αξιοποίησης του σήματός που εμπορεύονται.
Η δυσκολία εξεύρεσης εναλλακτικής πηγής προμήθειας μέσω εισαγωγών έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία άσκησης πίεσης των εταιρειών εμπορίας προς τις εταιρείες διύλισης και συνεπώς τη δυνατότητα των τελευταίων να πωλούν τα προϊόντα τους σε αυξημένες τιμές, το οποίο συνιστά δομικό εμπόδιο εισόδου ή επέκτασης ανταγωνιστών των εταιρειών διύλισης ή έστω άσκησης πίεσης εκ μέρους των πελατών αυτών. Ως εκ τούτου, η αδυναμία εισαγωγών σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην αδειοδότηση αποθηκευτικών χώρων, αλλά και του αυξημένου κόστους τήρησης αποθεμάτων, συνιστούν παράγοντες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
Στο στάδιο της λιανικής δραστηριοποιούνται 6.117 πρατήρια από τα οποία τα 5.825 λειτουργούν με το σήμα κάποιας εταιρείας, ενώ τα υπόλοιπα είναι ανεξάρτητα πρατήρια. Ως εμπόδια εισόδου στο επίπεδο της λιανικής προμήθειας σημειώνονται το ύψος της επένδυσης για τη δημιουργία ενός πρατηρίου, τα χαμηλά περιθώρια κέρδους και η παραβατικότητα (νοθεία). Αντίστοιχα και στο στάδιο λιανικής οι εισαγωγές θα μπορούσαν να συνιστούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας των εταιρειών εμπορίας, ασκώντας ανταγωνιστική πίεση στις εταιρείες διύλισης.
Η μη ύπαρξη εισαγωγών σε συνδυασμό με τους περιορισμούς που τίθενται στους αποθηκευτικούς χώρους και το αυξημένο κόστος τήρησης αποθεμάτων, συνιστούν εμπόδια εισόδου/επέκτασης που περιορίζουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό.