Το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αποτελεί για την Ελληνική Κυβέρνηση ένα Στρατηγικό Σχέδιο για τα θέματα του Κλίματος και της Ενέργειας και παρουσιάζεται σε αυτό ένας αναλυτικός οδικός χάρτης για την επίτευξη συγκριμένων Ενεργειακών και Κλιματικών Στόχων προς τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας το 2050, με αρχικό ορόσημο το έτος 2030.
Στρατηγική επιδίωξη της Κυβέρνησης είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης, προτάσσοντας τις ωριμότερες και φθηνότερες παρεμβάσεις για την επίτευξη των στόχων αυτών, με το μεγαλύτερο όφελος για την εθνική οικονομία, και πετυχαίνοντας τελικά μείωση του ενεργειακού κόστους για τους Έλληνες πολίτες.
Η εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος για την περίοδο μέχρι το 2050, με βασικό ορόσημο το 2030, παρουσιάζεται αναλυτικά σε σχετικά κεφάλαια του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ, με τη χρήση δύο διεθνώς επιστημονικά αναγνωρισμένων ενεργειακών μοντέλων.
Στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ αποκαλύπτονται οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης σχετικά με την πορεία των πωλήσεων των καινούριων αυτοκινήτων έως και το 2030 με το έτος 2029 να αποτελεί ορόσημο για την ελληνική αγορά καθώς εκτιμάται ότι τότε θα σπάσει το φράγμα των 200.000 μονάδων ενώ για το 2030 προβλέπεται περαιτέρω άνοδος σε πάνω από 216.000 μονάδες.
Την ίδια στιγμή το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ περιλαμβάνει επίσης τα σενάρια σχετικά με τα προγράμματα επιδότησης «Κινούμαι Ηλεκτρικά» αλλά και «Φορτίζω Παντού» αλλά και την πιθανή εφαρμογή επιπλέον μέτρων πολιτικής για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται επίσης και για τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, vans, φορτγηά και λεωφορεία γεγονός που επηρεάζει τους σχετικούς στόχους του αναθεωρημένουν ΕΣΕΚ.
Οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν στη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση για το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα και να καταθέσουν τις προτάσεις τους, μέχρι και την 16η Σεπτεμβρίου 2024 και ώρα 11.00 πμ.
Mείωση εκπομπών από τις μεταφορές
Η μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων από τον τομέα των μεταφορών αποτελεί βασική προτεραιότητα στην πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα, με ορίζοντα το έτος 2050. Ο τομέας των μεταφορών αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη πηγή συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα, και είναι ο μοναδικός τομέας στον οποίο παρατηρείται αύξηση των εκπομπών CO2 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 (αύξηση κατά περίπου 13% μεταξύ 1990 και 2021). Μάλιστα οι οδικές μεταφορές ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών αυτών (περίπου το 85% από το σύνολο των εκπομπών του τομέα).
Βάσει των ανωτέρω, ο στόχος είναι να επέλθει σταδιακή αποανθρακοποίηση του κλάδου των μεταφορών έως το έτος 2030, η οποία προβλέπεται να στηριχθεί κυρίως:
-στην περαιτέρω διείσδυση βιοκαυσίμων (διπλασιασμός ποσοτήτων σε σχέση με το 2022), με σημαντική αύξηση της χρήσης στις οδικές μεταφορές και εισαγωγή τους και στις αεροπορικές μεταφορές,
-στον εξηλεκτρισμό των χερσαίων (οδικών και σιδηροδρομικών) μεταφορών.
H διείσδυση των βιοκαυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας οδηγείται από πολιτικές όπως οι αναθεωρημένοι στόχοι της Οδηγίας RED και πολιτικές που επιβάλουν ανώτατα όρια στις τελικές εκπομπές του στόλου νέων οχημάτων που τίθενται σε κυκλοφορία.
Στο πλαίσιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ, ειδικά για τον κλάδο των οδικών μεταφορών, τίθενται επικαιροποιημένοι και πιο φιλόδοξοι – σε σχέση με τους υφιστάμενους – στόχοι για μείωση των εκπομπών CO2 από τα νέα επιβατικά οχήματα, ενώ τίθενται για πρώτη φορά επιμέρους στόχοι για τα ελαφρά φορτηγά (LCVs). Για τις δύο αυτές κατηγορίες οχημάτων, οι στόχοι απανθρακοποίησης επιτυγχάνονται κυρίως μέσω του εξηλεκτρισμού τους. Ακόμα θεσπίζονται για πρώτη φορά στόχοι για τους υπόλοιπους κλάδους και κατηγορίες μεταφορών (π.χ. βαριές οδικές μεταφορές, θαλάσσιες μεταφορές κλπ) με υιοθέτηση ενός συνδυασμού τεχνολογιών και λύσεων, όπως η χρήση ανανεώσιμων υγρών και αέριων καυσίμων και η ηλεκτροκίνηση.
Παράλληλα δημιουργείται ζήτηση για τα ανανεώσιμα καύσιμα, λόγω της χρήσης τους σε ορισμένους κλάδους μεταφορών, με τη ζήτηση για βιοκαύσιμα στον τομέα αυτό να αναμένεται να διπλασιαστεί σχεδόν έως το έτος 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του έτους 2022, γεγονός που αποτελεί και προαπαιτούμενο για την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων για την ανάπτυξη της παραγωγής τους.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, αναμένεται μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα από τον κλάδο των χερσαίων μεταφορών κατά 10% το έτος 2030 σε σχέση με το 2022, αντισταθμίζοντας έτσι την αναμενόμενη αύξηση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα από τους κλάδους των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών που θα επέλθει λόγω αύξησης της δραστηριότητας στους κλάδους αυτούς και της συνεπαγόμενης αύξησης της κατανάλωσης.
Η μεγάλη μείωση στην κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών αναμένεται να συμβεί την περίοδο μετά το έτος 2030 και κυρίως μετά το έτος 2035 έως και το έτος 2050, και θα οφείλεται κυρίως στη μείωση της κατανάλωσης στις χερσαίες μεταφορές.
Παράλληλα, λόγω και της σημαντικής διείσδυσης των ΑΠΕ καθώς και πιο «πράσινων» καυσίμων στις μεταφορές που αναμένεται να συμβεί κατά την ίδια περίοδο, θα βελτιωθεί σημαντικά και ο δείκτης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προς την καταναλισκόμενη ενέργεια (kton CO2/ktoe), τόσο συνολικά για τον τομέα (μέσος όρος) όσο και για τους επιμέρους κλάδους, με τους κλάδους των χερσαίων και των αεροπορικών μεταφορών να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη μείωση.
Οδικές μεταφορές
Οι νέοι στόχοι που θέτει το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των οδικών μεταφορών είναι φιλόδοξοι καθώς εδράζονται στην επιτυχή πορεία επίτευξης των στόχων του ΕΣΕΚ 2019 έως σήμερα, αλλά ταυτόχρονα παραμένουν ρεαλιστικοί, λαμβάνοντας υπόψη το σημείο εκκίνησης του κλάδου αυτού, με την Ελλάδα να διαθέτει έναν από τους γηραιότερους στόλους οχημάτων στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, η μέση ηλικία των αυτοκινήτων και των φορτηγών στην Ελλάδα φτάνει τα 17 έτη και τα 23 έτη αντίστοιχα, ενώ ο μέσος όρος σε όλη την ΕΕ είναι τα 12 έτη και τα 14,2 έτη αντίστοιχα. Μάλιστα, ειδικά για τα ελαφρά φορτηγά (LCV), τα φορτηγά και τα λεωφορεία, η πλειοψηφία των ταξινομήσεων στην Ελλάδα αφορά σε εισαγόμενα μεταχειρισμένα οχήματα, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη κατά τη θέσπιση των σχετικών στόχων.
Ελαφρές Οδικές Μεταφορές
Τα ηλεκτρικά οχήματα στις ελαφρές οδικές μεταφορές αναμένεται να αποτελέσουν τον πρωταρχικό τρόπο για την επίτευξη των προτύπων εκπομπών CO2 της ΕΕ.
Ετήσιοι στόχοι διείσδυσης ηλεκτροκίνησης στο στόλο ελαφρών οχημάτων, έως το έτος 2030
Στο πλαίσιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ, γίνεται επικαιροποίηση υφιστάμενων και υιοθέτηση νέων στόχων για τη μείωση των εκπομπών CO2 από τα νέα ελαφρά οχήματα που αναμένεται να ταξινομηθούν στη χώρα τα επόμενα έτη, έως το έτος 2030, υιοθετώντας και τις σχετικές προβλέψεις της ευρωπαϊκής (Fit-for-55) και εθνικής νομοθεσίας (Κλιματικός Νόμος: ν.4936/2022, Α’ 105).
Ειδικότερα, ο Πίνακας 3 και ο Πίνακας 4 περιλαμβάνουν επικαιροποίηση των υφιστάμενων στόχων για νέα επιβατικά οχήματα καθώς και υιοθέτηση για πρώτη φορά διακριτών στόχων για ελαφρά φορτηγά αντίστοιχα, ετησίως μέχρι το έτος 2030. Oι δύο αυτοί Πίνακες παρουσιάζουν δύο διαφορετικά σενάρια όπου τίθενται συγκεκριμένοι ετήσιοι ποσοτικοί στόχοι μέχρι το 2030 για τις δύο αυτές κατηγορίες οχημάτων, τόσο σε επίπεδο αριθμού οχημάτων όσο και σε επίπεδο μεριδίου αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων σε σχέση με τις συνολικές προβλεπόμενες ταξινομήσεις νέων οχημάτων. Τα δύο σενάρια στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ ορίζονται ως εξής:
– Σενάριο Α – Σενάριο Βάσης: Σενάριο κατά το οποίο απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί είναι η συνέχιση των υφιστάμενων μέτρων πολιτικής (όπως ενδεικτικά, εκτός των άλλων, τα προγράμματα επιδότησης «Κινούμαι Ηλεκτρικά», «Φορτίζω Παντού»), χωρίς λήψη επιπλέον μέτρων.
– Σενάριο Β – Αισιόδοξο Σενάριο: Σενάριο κατά το οποίο απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων που τίθενται είναι η εφαρμογή επιπλέον μέτρων πολιτικής για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης.
Οι ετήσιοι στόχοι για το μερίδιο των ηλεκτρικών επιβατικών αυτοκινήτων επί του συνόλου των νέων ταξινομήσεων ετησίως έως το 2030 έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω, στο αισιόδοξο σενάριο (Σενάριο Β, Πίνακας 3), ενώ προβλέπονται για πρώτη φορά φιλόδοξοι στόχοι και για το μερίδιο των ηλεκτρικών ελαφρών φορτηγών επί του συνόλου των νέων ταξινομήσεων (Πίνακας 4), με μερίδια αγοράς που αγγίζουν το 50% και τα 40% αντίστοιχα για τους δύο αυτούς κλάδους, για το έτος 2030.
Σχετικά με την εκτιμώμενη κατανομή μεταξύ των τύπων ηλεκτρικών οχημάτων (αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα –BEV και plug-in υβριδικά οχήματα- PHEV), αυτή εκτιμάται για τα αυτοκίνητα σε αναλογία 50%-50% αμέσως επόμενα έτη, με σταδιακή μετατόπιση σε 67%-33% το 2030 υπέρ των αμιγώς ηλεκτρικών οχημάτων. Αντίστοιχα για τα ελαφρά φορτηγά, το ποσοστό των αμιγώς ηλεκτρικών-BEV προβλέπεται ότι ξεπερνά το 90-95% έναντι των plug-in υβριδικών-PHEV όλη τη χρονική περίοδο έως το 2030.
Η υιοθέτηση αυξημένων μέτρων πολιτικής (σύμφωνα με το Σενάριο Β των ανωτέρω Πινάκων) θα οδηγήσει σε ταχύτερο εξηλεκτρισμό του στόλου επιβατικών οχημάτων και ελαφρών φορτηγών (LCVs) στην Ελλάδα, με το στόλο αυτών σε κυκλοφορία να αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 30.600 οχήματα σήμερα σε περισσότερα από 460.000 οχήματα το έτος 2030.
Πρόοδος στην απανθρακοποίηση ελαφρών οδικών μεταφορών κατά την περίοδο 2020-2023
Η προώθηση της ηλεκτροκίνησης στην Ελλάδα τέθηκε ως βασικός άξονας πολιτικής στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ που εκπονήθηκε το έτος 2019, στο οποίο επισημάνθηκε η επιτακτική ανάγκη για την ολοκλήρωση του σχετικού κανονιστικού πλαισίου και την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων, κινήτρων και πολιτικών για την ανάπτυξη της αγοράς της ηλεκτροκίνησης, συμπεριλαμβανομένου του δικτύου υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων. Στο Σχέδιο αυτό τέθηκαν για πρώτη φορά συγκεκριμένοι ποσοτικοί ετήσιοι στόχοι για τις οδικές μεταφορές και συγκεκριμένα για τον εξηλεκτρισμό του στόλου των επιβατικών αυτοκινήτων, σύμφωνα με τους οποίους (εμπροσθοβαρές σενάριο) το 30% των νέων οχημάτων που πρόκειται να ταξινομηθούν το 2030, θα πρέπει να είναι ηλεκτρικά (BEV & PHEV).
Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα-ορόσημο προς την κατεύθυνση του εξηλεκτρισμού των οδικών μεταφορών, αποτέλεσε η θέσπιση του πρώτου νομοθετικού πλαισίου στην Ελλάδα για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης (ν. 4710/2020, Α΄ 142), ως αποτέλεσμα ολιστικής προσέγγισης και «διατομεακής» συνεργασίας. Το νομοθετικό αυτό πλαίσιο περιλαμβάνει ένα πλέγμα φορολογικών, αναπτυξιακών και άλλων κινήτρων, μέτρων και θεσμικών παρεμβάσεων τόσο για τα ηλεκτρικά οχήματα όσο και για τις υποδομές φόρτισης. Επιπλέον κύρια σημεία αποτελούν η ρύθμιση της αγοράς ηλεκτροκίνησης καθώς και η κατάρτιση του Μητρώου Υποδομών και Φορέων Αγοράς Ηλεκτροκίνησης (Μ.Υ.Φ.Α.Η.).
Το βασικό νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο συμπληρώθηκε από μία σειρά από μέτρα και πολιτικές που εφαρμόστηκαν, αξιοποιώντας χρηματοδοτικούς πόρους από διάφορες πηγές (ενδεικτικά: Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, Πράσινο Ταμείο, Έσοδα των αδιάθετων δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ.ά.) με σκοπό την ανάπτυξη της νέας αγοράς ηλεκτροκίνησης.
Πιο συγκεκριμένα, για τον εξηλεκτρισμό των οχημάτων ενεργοποιήθηκαν προγράμματα επιδότησης συνολικού προϋπολογισμού άνω των 160 εκατ. ευρώ από τον Αύγουστο του έτους 2020 και έπειτα, όπως το Πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά» (Α’14 και Β’15 κύκλος), η δράση «Πράσινα Ταξί» και το πρόγραμμα «e-Astypalea17».
Επιπλέον, θεσπίστηκαν μέσω του πρώτου Εθνικού Κλιματικού Νόμου συγκεκριμένοι περιορισμοί/στόχοι αναφορικά με τις εκπομπές CO2 στον τομέα των οδικών μεταφορών τόσο για το σύνολο της χώρας, όσο και για επιμέρους μεταφορικούς/επιχειρηματικούς κλάδους, όπως τα νέα οχήματα εκμίσθωσης σε τρίτους, τα οχήματα ταξί, και τα εταιρικά οχήματα.
Ένας άξονας στον οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, ήδη από τα πρώτα μέτρα πολιτικής που εφαρμόστηκαν, αποτελεί η ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων. Ένα από τα πρώτα βήματα ήταν η διενέργεια ειδικής στρατηγικής μελέτης σχετικά με τις ανάγκες για ανάπτυξη δικτύου δημόσια προσβάσιμων σημείων φόρτισης στη χώρα έως το έτος 2030, η οποία ανέδειξε την ανάγκη για ισόρροπη ανάπτυξη ενός επαρκούς δικτύου δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης στην Ελλάδα, ικανοποιώντας ταυτόχρονα γεωγραφικά και πληθυσμιακά κριτήρια, με έμφαση σε αστικές περιοχές όπου η πρόσβαση σε ιδιωτικές θέσεις στάθμευσης είναι δυσχερέστερη. Ταυτόχρονα αναδείχθηκε ως κρίσιμη για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης, η ανάπτυξη υποδομών υπερ-ταχείας φόρτισης 150kW και άνω κατά μήκος των αυτοκινητοδρόμων και των εθνικών οδών. Ακόμα, η μελέτη κατέληξε στην πρόταση η πλειοψηφία των αναγκαίων σημείων φόρτισης έως το έτος 2025 να προέλθει από την παραχώρηση χώρων αρμοδιότητας ΟΤΑ Α’ βαθμού σε ιδιωτικούς φορείς που θα αναπτύξουν και θα λειτουργήσουν τις υποδομές αυτές. Για το σκοπό αυτό, και στα πλαίσια «υλοποίησης» της σχετικής πρόβλεψης του ν. 4710/2020 (Α΄ 142), εκπονήθηκαν Σχέδια Φόρτισης Ηλεκτρικών Οχημάτων (Σ.Φ.Η.Ο.) από τους ΟΤΑ, με αποτέλεσμα τη χωροθέτηση περίπου 9.000 νέων σημείων δημόσιας φόρτισης πανελλαδικά, σε χώρους αρμοδιότητας των ΟΤΑ Α’ βαθμού.
Επιπλέον, με στόχο την ταχεία ανάπτυξη δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης, ενεργοποιήθηκε η δράση «Φορτίζω Παντού», προϋπολογισμού 80 εκατ. ευρώ, παρέχοντας οικονομικά κίνητρα για την προμήθεια, εγκατάσταση και σύνδεση στο ηλεκτρικό δίκτυο, δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης, που τροφοδοτούνται από ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ, με στόχο την εγκατάσταση τουλάχιστον 4.500 δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων σε όλη τη χώρα.
Χάρη στα ανωτέρω, οι ετήσιοι ποσοτικοί στόχοι διείσδυσης Η/Ο στις νέες ταξινομήσεις επιβατικών οχημάτων που είχαν τεθεί στο ΕΣΕΚ έχουν υπερκαλυφθεί όλα τα προηγούμενα έτη (2020-2022), όπως φαίνεται στον Πίνακας 5 και στο Σχήμα 9, με το σύνολο των κυκλοφορούντων ηλεκτρικών επιβατικών οχημάτων να ξεπερνά τις 29.62520, αυξημένα κατά 24 φορές σε σχέση με το έτος 2019.
Επιπλέον, έως και το Σεπτέμβριο 2023 έχουν εγκατασταθεί 4.014 δημοσίως προσβάσιμα σημεία φόρτισης σε όλη την επικράτεια, δηλαδή 55 φορές περισσότερα σε σχέση με το έτος 2019.
Βαριές Οδικές Μεταφορές
Ειδικά για τα βαρέα οχήματα, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως το μεγαλύτερο μέρος των ταξινομήσεων τέτοιων οχημάτων, κυρίως φορτηγών, στην Ελλάδα, αφορά σε μεταχειρισμένα οχήματα που εισάγονται στη χώρα. Έτσι καθυστερεί σημαντικά να φανεί η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος στα οχήματα σε κυκλοφορία, παρά την υιοθέτηση χαμηλότερων άνω ορίων εκπομπών CO2 που επιβάλλονται στα νέα βαρέα οχήματα, βάσει των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
Σχετικά με την επιλογή τεχνολογίας και καυσίμου για την κατηγορία αυτή οχημάτων, στο πλαίσιο του μακροχρόνιου στόχου για την κλιματική ουδετερότητα, προκρίνονται οι κάτωθι λύσεις ανά χρήση, οι οποίες βέβαια θα βρίσκονται υπό εξέταση τα επόμενα έτη, ανάλογα με τις εξελίξεις στις τεχνολογίες και το κόστος αυτών:
– Για φορτηγά που διανύουν μικρές αποστάσεις (short-haul) προκρίνεται ο εξηλεκτρισμός του κλάδου.
– Για φορτηγά που διανύουν μεγάλες αποστάσεις (long-haul) προκρίνεται η χρήση συνδυασμού λύσεων που περιλαμβάνουν ηλεκτρισμό, αέρια καύσιμα ως μίγμα μειωμένου ανθρακικού αποτυπώματος καθώς και πράσινο υδρογόνο.
Όπως παρατηρείται και στο Σχήμα 10 κατωτέρω, η σταδιακή χρήση άλλων μορφών ενέργειας έναντι του πετρελαίου κίνησης που αποτελεί το βασικό καύσιμο στις βαριές οδικές μεταφορές αναμένεται να ξεκινήσει από το έτος 2030, ενώ η αντικατάσταση του πετρελαίου σε σημαντικό βαθμό αναμένεται κυρίως από το έτος 2040 και έπειτα.
Αστικές μεταφορές – Χρήση ΜΜΜ
Στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ δίνεται έμφαση στη μείωση των εκπομπών CO2 ειδικά στις αστικές μεταφορές, μέσω, εκτός των άλλων, της αντικατάστασης παραδοσιακών μορφών και μεθόδων μετακίνησης με πιο σύγχρονες και φιλικές στο περιβάλλον. Σκοπός είναι η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών μετακίνησης όπως η μικρο-κινητικότητα (π.χ. χρήση ποδηλάτου) και η ενεργή κινητικότητα, καθώς και αύξηση της χρήσης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ), στα οποία θα πρέπει να υιοθετηθούν λύσεις μειωμένου ανθρακικού αποτυπώματος (εξηλεκτρισμός στόλου λεωφορείων, ανάπτυξη δικτύου Μετρό κ.λπ.).
Σκοπός είναι οι παραπάνω άξονες, εκτός από τη συμβολή τους στη μείωση των εκπομπών CO2 στα αστικά κέντρα, να συντελέσουν και στην μετατροπή των κορεσμένων κυκλοφοριακά ελληνικών πόλεων σε πόλεις Βιώσιμης Κινητικότητας, δηλαδή να απεξαρτηθούν από το αυτοκίνητο και να μετατραπούν σε ήπιας κυκλοφορίας, προσανατολισμένες στον άνθρωπο. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετείται ο στόχος για μείωση του μεριδίου χρήσης ιδιωτικών μηχανοκίνητων μέσων έναντι ήπιων και συλλογικών μέσων μετακίνησης (περπάτημα – ποδήλατο – ΜΜΜ).
Δημόσιες Αστικές Συγκοινωνίες
Η δημόσια συγκοινωνία είναι πάντα ο βασικός πυλώνας των βιώσιμων αστικών μεταφορών. Λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθύνσεις από το ευρωπαϊκό και εθνικό θεσμικό πλαίσιο, στόχος είναι η ένταξη στο σχεδιασμό της χρήσης ηλεκτροκίνητων οχημάτων όπως και η προοδευτική αύξηση του αριθμού οχημάτων χαμηλών εκπομπών για την εξυπηρέτηση των αστικών μετακινήσεων.
Ειδικότερα για τις οδικές συγκοινωνίες της μητροπολιτικής περιοχής Αθηνών, και με ορίζοντα το 2030, έχουν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι όσον αφορά την Πράσινη Κινητικότητα24:
-Ενίσχυση του στόλου με οχήματα χαμηλών εκπομπών κατά 20% έως το έτος 2025, συγκριτικά με το έτος 2019.
-Ενίσχυση του στόλου με οχήματα χαμηλών εκπομπών κατά 40% έως το έτος 2028, συγκριτικά με το έτος 2019.
-Μείωση της τιμής του δείκτη εκπομπών οχημάτων στόλου (CO2eq/km/επιβάτη) κατά 8% συγκριτικά με το έτος 2019.
Υποδομές φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων
Στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ λαμβάνεται για πρώτη φορά μέριμνα για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων που είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν για την τροφοδοσία των οχημάτων, όπως οι υποδομές φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων και οι υποδομές τροφοδοσίας με υδρογόνο. Η ταχύρρυθμη και ισόρροπη ανάπτυξη των υποδομών αυτών αποτελεί προαπαιτούμενο για την επίτευξη των στόχων επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας στις μεταφορές, μέσω της αύξησης της διείσδυσης ηλεκτρικών οχημάτων και της χρήσης εναλλακτικών καυσίμων αντίστοιχα.
Οι στόχοι που τίθενται για την ανάπτυξη δημοσίως προσβάσιμων υποδομών φόρτισης Η/Ο αφενός έχουν σκοπό την επίτευξη των εθνικών στόχων για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης στις οδικές μεταφορές και αφετέρου επιτρέπουν την πλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τον νέο Κανονισμό για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων – AFIR και αφορούν σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ ξεχωριστά. Κατά τον κανονισμό αυτό, στη χώρα θα πρέπει να βρίσκονται εγκατεστημένοι, σε ετήσια βάση, δημοσίως προσβάσιμοι σταθμοί φόρτισης συνολικής ισχύος εξόδου που θα αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 1,3 kW για κάθε κυκλοφορούν αμιγώς ηλεκτρικό όχημα (επιβατικό ή βαν) και σε 0,8 kW για κάθε κυκλοφορούν plug-in υβριδικό όχημα.
Με βάση αυτήν την αναλογία, και βάσει των προβλέψεων για τον στόλο νέων ηλεκτρικών οχημάτων (επιβατικά και ελαφρά φορτηγά) που θα ταξινομείται ετησίως στη χώρα, προκύπτει η εκτίμηση για συνολικά εγκατεστημένη ισχύ εξόδου σε δημοσίως προσβάσιμες υποδομές φόρτισης που θα ξεπερνά τα 550MW έως το έτος 2030.
Ο αναγκαίος συνολικός αριθμός δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης εκτιμάται σε περίπου 40.000 έως 100.000 σημεία για το έτος 2030. Ειδικά για το Διευρωπαϊκό Οδικό Δίκτυο (ΔΕΔ-Μ), με διάκριση ανάμεσα στο κύριο και στο δευτερεύον δίκτυο, το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, βάσει του νέου Κανονισμού για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων – AFIR, προβλέπει πρόγραμμα ανάπτυξης δημοσίως προσβάσιμων υποδομών ταχυφόρτισης ανά συγκεκριμένη απόσταση θεσπίζοντας την ελάχιστη απαιτούμενη ισχύ εξόδου κάθε τέτοιας εγκατάστασης.
Η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια από τις υποδομές ταχυφόρτισης αυτές κατά μήκος του ΔΕΔΜ, τόσο για τη φόρτιση ελαφρών όσο και για τη φόρτιση βαρέων οχημάτων, και η επίπτωση στο ηλεκτρικό δίκτυο, βάσει σχετικής μελέτης, δεν αναμένεται να είναι σημαντική έως τα έτη 2030-2035 ενώ αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά έπειτα με ορίζοντα το έτος 2050.
Εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών
Ο τομέας των μεταφορών χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγάλη διείσδυση βιοκαυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας και αντίστοιχη πτώση των πετρελαϊκών προϊόντων. Ωστόσο, η μείωση της χρήσης των πετρελαϊκών προϊόντων στον τομέα των μεταφορών είναι μικρή το έτος 2030, καθώς θα ανέλθει στα επίπεδα του 7% σε σχέση με το έτος 2022. Επιπρόσθετα, το μερίδιό τους μειώνεται στο 90% το έτος 2030 σε σχέση με το 97% το έτος 2022. Η χρήση των βιοκαυσίμων αυξάνεται σε μικρό βαθμό, καθώς το ποσοστό τους στο σύνολο της κατανάλωσης ανέρχεται σε 5% το έτος 2030 σε σχέση με 3% το έτος 2022. H διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται το έτος 2030 αντιπροσωπεύοντας ένα μερίδιο της τάξεως του 2%, ενώ η κατανάλωση σε απόλυτα μεγέθη οκταπλασιάζεται το έτος 2030 συγκριτικά με το έτος 2022.
Η μείωση των πετρελαϊκών προϊόντων είναι ιδιαίτερα σημαντική το έτος 2050 (μείωση 96% συγκριτικά με το έτος 2022), ενώ το μερίδιό τους θα ανέλθει σε 6% το έτος 2050, απεικονίζοντας την υποκατάστασή τους από την ηλεκτρική ενέργεια και τα ανανεώσιμα αέρια. Ιδιαίτερα σημαντική αναμένεται η διείσδυση των συνθετικών καυσίμων από το έτος 2030 και έπειτα, από τα 16,5 ktoe το έτος 2030 στα 1,1 Mtoe το έτος 2050. Ομοίως, από το έτος 2030 και έπειτα προβλέπεται η εμφάνιση του βιομεθανίου και του bio-LNG, διαμορφούμενη στα 9,4 ktoe το έτος 2030 και στα 143,2 ktoe το έτος 2050.
Το έτος 2030, τα πετρελαιοειδή θα χρησιμοποιούνται σε ποσοστό 92% σε όρους τελικής κατανάλωσης ενέργειας των αεροπλάνων, με μικρή συνεισφορά των βιοκαυσίμων και της συνθετικής κηροζίνης. Ωστόσο, την περίοδο 2030-2050, επιτυγχάνεται πολύ μεγάλη μείωση των πετρελαιοειδών (από τα 1,4 Mtoe το έτος 2030 στα 141,8 ktoe το έτος 2050), με συνεχώς αυξανόμενη χρήση των βιοκαυσίμων και της συνθετικής κηροζίνης. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση των βιοκαυσίμων και της συνθετικής κηροζίνης θα αυξηθεί από τα 98,1 ktoe και τα 14,5 ktoe το έτος 2030 στα 597,5 ktoe και τα 819,8 ktoe αντίστοιχα το έτος 2050.
Η σταδιακή ανανέωση του υφιστάμενου στόλου επιβατικών οχημάτων και ελαφρών φορτηγών, με νέα υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης (κυρίως ηλεκτρικά οχήματα) θα οδηγήσουν σε μία μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας των επιβατικών οχημάτων και των ελαφριών επαγγελματικών της τάξης του 3% την περίοδο 2022-2030.
Τα βιοκαύσιμα αναμένεται να αναλάβουν ένα μεγάλο μερίδιο της κατανάλωσης πετρελαίου κατά την περίοδο 2022-2030, μεταβάλλοντας το ποσοστό συμμετοχής τους στον υποκλάδο των επιβατικών οχημάτων και ελαφριών επαγγελματικών από το 3% στο 5%). Η μεγαλύτερη διείσδυση της ηλεκτροκίνησης των επιβατικών οχημάτων και ελαφριών επαγγελματικών αναμένεται να σημειωθεί την περίοδο 2030-2050, όπου από τα 63,5 ktoe το έτος 2030 ανέρχεται σε 1,3 Mtoe το έτος 2050.
Στα βαριά επαγγελματικά οχήματα, τα κυρίαρχα καύσιμα παραμένουν μέχρι το έτος 2030 τα πετρελαιοειδή (860,7 ktoe), ακολουθούμενα με ίση περίπου συνεισφορά από το φυσικό αέριο (71,7 ktoe) και τα βιοκαύσιμα (74,5 ktoe). Την περίοδο 2030-2050, αναμένεται μεγαλύτερη διείσδυση του υδρογόνου στα βαριά επαγγελματικά οχήματα, με παράλληλη μείωση των πετρελαιοειδών, του φυσικού αερίου και των βιοκαυσίμων. Ο εξηλεκτρισμός των συγκεκριμένων οχημάτων επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς καταγράφεται άνοδος από τα 18,5 ktoe το έτος 2030 στα 618,4 ktoe το έτος 2050.
Στα λεωφορεία, η συνεισφορά των πετρελαιοειδών, του φυσικού αερίου και των βιοκαυσίμων αναμένεται να καταγράψει καθοδική πορεία την περίοδο 2030-2050, καθώς θα προωθηθεί ο εξηλεκτρισμός και η παράλληλη χρήση υδρογόνου. Ειδικότερα, τα πετρελαιοειδή και τα βιοκαύσιμα θα εξαλειφθούν στα λεωφορεία το έτος 2050, από τα 196,2 ktoe και τα 11,6 ktoe αντίστοιχα το έτος 2030. Η διείσδυση του ηλεκτρισμού θα αυξάνεται συνεχώς, από τα 33,9 ktoe το έτος 2030 στα 122,9 ktoe το έτος 2050, με το υδρογόνο να εισέρχεται μετά το έτος 2040 και να φτάνει τα 65,0 ktoe το έτος 2050.
Επίσης, ο πλήρης εξηλεκτρισμός των μέσων σταθερής τροχιάς θα οδηγήσει σε μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας στις σιδηροδρομικές μεταφορές θα ανέλθει σε 100% (ή στα 23,9 ktoe) το έτος 2030 συγκριτικά με το μερίδιο του 46% (ή στα 14,5 ktoe) το έτος 2022 (Σχήμα 52). Το έτος 2050, η συνεισφορά της ηλεκτρικής ενέργειας στις σιδηροδρομικές μεταφορές, σε όρους τελικής κατανάλωσης ενέργειας, αναμένεται να φτάσει τα 31,4 ktoe, αυξημένη κατά 116%, σε σύγκριση με το έτος 2022.