H παγκόσμια έλλειψη ημιαγωγών και οι αρνητικές παρενέργειες από την πανδημία του κορωνοϊού καθώς και οι πρόσθετες δυσκολίες που προκύπτουν από την αλματώδη αύξηση των καυσίμων, είναι οι λόγοι που υποχρεώνουν τους διοργανωτές της Διεθνούς Έκθεσης Αυτοκινήτου της Γενεύης, να ακυρώσουν την εκδήλωση που είχαν προγραμματίσει για το 2022.
«Λόγω προβλημάτων σε ολόκληρο τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19, το ίδρυμα Comité permanent du Salon International de l’automobile, ως διοργανωτής της Διεθνούς Έκθεσης Αυτοκινήτου της Γενεύης (GIMS), αναγκάστηκε να αναβάλει την εκδήλωση που είχε προγραμματιστεί για το 2022. Το ίδρυμα προγραμμάτισε την επόμενη έκθεση για το 2023. Η απόφαση ακύρωσης του GIMS 2022 λήφθηκε με γνώμονα το συμφέρον τόσο των κατασκευαστών αυτοκινήτων όσο και των οπαδών των αυτοκινήτων. Τα άμεσα και έμμεσα ζητήματα που σχετίζονται με τη συνεχιζόμενη πανδημία COVID-19 δεν άφησαν στους διοργανωτές εναλλακτική λύση. Από τη μία πλευρά, τα άμεσα ζητήματα της πανδημίας περιλαμβάνουν συνεχείς ταξιδιωτικούς περιορισμούς για διεθνείς εκθέτες, επισκέπτες και δημοσιογράφους. Από την άλλη πλευρά, έμμεσα θέματα της πανδημίας, όπως η έλλειψη ημιαγωγών, έδωσαν στους κατασκευαστές αυτοκινήτων νέες προτεραιότητες που πρέπει να λύσουν πρώτα. Αυτά τα θέματα οδήγησαν σε αρκετές πρόσφατες ακυρώσεις, με αποτέλεσμα την τελική επιβεβαίωση της αναβολής της έκθεσης», αναφέρει επίσης η ανακοίνωση.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Διεθνούς Έκθεσης Αυτοκινήτου της Γενεύης, Sandro Mesquita, δήλωσε: «Πολλοί εκθέτες ανέφεραν ότι οι αβεβαιότητες που προκαλούνται από την πανδημία του COVID-19 καθιστούν αδύνατη τη δέσμευσή τους για το GIMS 2022. Πέρα από αυτό είναι και ο αρνητικός αντίκτυπος που έχει η τρέχουσα έλλειψη ημιαγωγών στους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Η κρίση τσιπ είναι πιθανό να συνεχιστεί και το επόμενο έτος, με αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Σε αυτούς τους αβέβαιους καιρούς, πολλές μάρκες δεν είναι συνεπώς σε θέση να δεσμευτούν να συμμετάσχουν σε εμπορική έκθεση που θα πραγματοποιούνταν σε λίγο περισσότερο από τέσσερις μήνες. Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες, κατέστη σαφές ότι ήταν απαραίτητο να αναβληθεί η έκθεση».