Πόσο χρόνο εγγύηση είναι υποχρεωμένος να δώσει κάποιος έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων σύμφωνα με την ευρωπαϊκή αλλά και την ελληνική νομοθεσία; Οι απαντήσεις που θα λάβει κανείς είναι πολλές και κυριολεκτικά απίστευτες.
Το Newsauto.gr πραγματοποίησε μια μεγάλη έρευνα σύμφωνα με την οποία ο ελάχιστος χρόνος εγγύησης που πρέπει να δώσει γραπτώς κάποιος έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ορίζεται στους 12 μήνες κατόπιν συμφωνίας μεταξύ πωλητή και αγοραστή ενώ η Προστασία του Καταναλωτή και η Ευρωπαϊκή αλλά και η Ελληνική νομοθεσία ξεκαθαρίζουν πως ο χρόνος που πρέπει να δίδεται εγγύηση στα καινούρια και μεταχειρισμένα οχήματα ορίζεται στα 2 χρόνια!
Ναι σωστά διαβάσατε. Ειδικότερα στην ιστοσελίδα του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και στην ενότητα της Προστασίας του Καταναλωτή αναγράφεται σχετικά ότι: «Νόμιμη εγγύηση
1.1 Ποια είναι η διάρκεια της νόμιμης εγγύησης για καινούργια και μεταχειρισμένα προϊόντα;
Ως νόμιμη εγγύηση ορίζεται η ευθύνη που έχει ο πωλητής αν το προϊόν, κατά την παράδοσή του στον καταναλωτή, είναι ελαττωματικό ή δεν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του, όπως αυτά περιγράφονται από τον πωλητή. Η διάρκεια της νόμιμης εγγύησης για καινούργια και μεταχειρισμένα προϊόντα είναι δύο χρόνια. Παρόλα αυτά, ειδικά για τα μεταχειρισμένα προϊόντα, ο πωλητής και ο καταναλωτής, μπορούν να συμφωνήσουν σε μικρότερη περίοδο, αλλά όχι μικρότερη του ενός έτους. Κατά τη διάρκεια της νόμιμης εγγύησης, ο καταναλωτής μπορεί να απευθυνθεί στα Πολιτικά Δικαστήρια, σε περίπτωση διαφωνίας του με τον πωλητή ή σε φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.»
Σύμφωνα με τον Βασίλειο Α. Χατζηϊωάννου, δικηγόρο, εταίρο της δικηγορικής εταιρείας «ΤΣΑΝΤΙΝΗΣ – ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ» και επίκουρο καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, στην πραγματικότητα ο όρος «νόμιμη εγγύηση» δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πλέγμα δικαιωμάτων του αγοραστή και αντίστοιχων υποχρεώσεων του πωλητή, εφόσον το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο αποδειχθεί ελαττωματικό ή δεν έχει συνομολογημένες ιδιότητες. Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να ασκηθούν από τον καταναλωτή – αγοραστή μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία παραγραφής, μετά την λήξη της οποίας ο πωλητής μπορεί να αρνηθεί την ευθύνη του επειδή οι αξιώσεις του αγοραστή παραγράφηκαν.
Συνεπώς, στην περίπτωση της πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, ο πωλητής:
Α) Έχει ευθύνη για δύο χρόνια από την ημερομηνία παράδοσης του αυτοκινήτου στον αγοραστή. Κρίσιμο είναι ο αγοραστής να έχει ειδοποιήσει εγγράφως τον πωλητή για το ελάττωμα μέσα στη 2ετία, διότι αν το παραλείψει, (π.χ. εκδηλωθεί το ελάττωμα προς το τέλος της διετίας και ο αγοραστής ειδοποιήσει τον πωλητή μετά την διετία) τότε ο πωλητής μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη. Η ευθύνη αυτή επεκτείνεται στα 20 έτη για τον επιτήδειο πωλητή, ο οποίος απέκρυψε ή αποσιώπησε με δόλο ελαττώματα του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου.
Β) Εάν έχει εγγυηθεί στη σύμβαση πώλησης την καλή λειτουργία του αυτοκινήτου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα («εγγυητική προθεσμία»), η ευθύνη του παραμένει διετής αλλά επεκτείνεται χρονικά αφού ξεκινά να υπολογίζεται όχι από την παράδοση του αυτοκινήτου αλλά, εφόσον η εκδήλωση του ελαττώματος έγινε μέσα στην προθεσμία εγγύησης, από την εμφάνιση του ελαττώματος. Και σε αυτή την περίπτωση, ισχύει παράλληλα η 20ετής ευθύνη του πωλητή σε περίπτωση δόλιας απόκρυψης του ελαττώματος, η οποία υπολογίζεται από την παράδοση του αυτοκινήτου, ακόμα και αν χορηγήθηκε εγγυητική προθεσμία.
Επιπροσθέτως κάποιος επιτήδειος έμπορος, εκτός αστικής ευθύνης (αποζημίωση στον ανυποψίαστο καταναλωτή), έχει ποινική ευθύνη, η οποία μπορεί να ανέλθει σε ποινή φυλάκισης έως 5 ετών. Αν όμως η ζημία που προκλήθηκε στον καταναλωτή υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, τότε τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή.
Οι καταναλωτές για να μην βρεθούν προ εκπλήξεων καλό θα είναι όταν συμφωνούν την αγορά ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου να λαμβάνουν γραπτώς από τον επαγγελματία ότι το αυτοκίνητο που απέκτησαν είναι ατρακάριστο, λειτουργεί τέλεια και πως εγγυάται για την καλή λειτουργία του οχήματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μετατεθεί αργότερα ο χρόνος έναρξης της προθεσμίας ευθύνης και να επεκτείνεται χρονικά η ευθύνη του πωλητή. Επίσης, στοιχειώδες μέτρο προστασίας του αγοραστή είναι να απαιτεί στο πωλητήριο να αναγράφονται και τα διανυθέντα χιλιόμετρα του αυτοκινήτου που απέκτησε, ώστε σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι είναι γυρισμένα, να μπορεί να αποδείξει ότι το παρέλαβε με γυρισμένα τα χιλιόμετρα και δεν τα έχει γυρίσει εκείνος…
Ποια είναι τα δικαιώματα των καταναλωτών;
Ο νόμος προβλέπει μια σειρά από δικαιώματα του αγοραστή – καταναλωτή, εφόσον εκδηλωθεί ελάττωμα στο μεταχειρισμένο όχημα. Πιο συγκεκριμένα, δικαίωμα επισκευής ή αντικατάστασης του οχήματος, μείωση του τιμήματος αγοράς ή τέλος, υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης. Σύμφωνα με την μεταφορά της Οδηγίας 1999/44/EΚ για τις Πωλήσεις σε Καταναλωτές και τις Εγγυήσεις Καταναλωτικών αγαθών από την Ελλάδα ξεκαθαρίζεται ότι η διάρκεια της νόμιμης εγγύησης είναι τα 2 χρόνια και δεν υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης του καταναλωτή. Ενώ η πλειοψηφία των κρατών μελών ακολουθούν μια ιεραρχία των δικαιωμάτων των καταναλωτών (από το ελαφρύτερο στο βαρύτερο για τον πωλητή), σε κάποιες χώρες όπως οι Κροατία, Ελλάδα, Λιθουανία, Πορτογαλία και Σλοβενία, οι καταναλωτές έχουν την ελευθερία επιλογής μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την επισκευή του ελαττωματικού αυτοκινήτου του με δαπάνες του πωλητή. Αν πάλι η επισκευή της βλάβης είναι αδύνατη, ή ο πωλητής δεν ολοκληρώνει την επανόρθωση εντός εύλογου χρόνου, ή την ολοκλήρωσε αλλά προκάλεσε σημαντική ενόχληση του καταναλωτή(π.χ. το όχημα επισκευάστηκε και η βλάβη επιμένει) ή ζήτησε την αντικατάστασή του με άλλο όχημα με τα ίδια χαρακτηριστικά κι τούτο ήταν αδύνατο ή δυσχαιρές, ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει να κρατήσει το ελαττωματικό όχημα ζητώντας από τον πωλητή την λεγόμενη μείωση του τιμήματος (δηλαδή ο πωλητής να επιστρέψει στον αγοραστή μέρος των χρημάτων που κατέβαλε, ανάλογα με την βαρύτητα του ελαττώματος και τη μείωση της αξίας που αυτό προκαλεί στο όχημα) ή αν δεν έχει λόγο να το κρατήσει, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης, οπότε να προσφερθεί σε απόδοση του ελαττωματικού οχήματος στον πωλητή, ο οποίος, εφόσον την αποδεχθεί, θα πρέπει να επιστρέψει το ποσό του τιμήματος στον αγοραστή εντόκως, καθώς και ενδεχόμενα έξοδα της διαδικασίας τα οποία είχε επιβαρυνθεί ο αγοραστής. Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι, αν και ο νόμος προβλέπει ότι ο αγοραστής μπορεί να ασκήσει «κατ’ επιλογήν» του τα δικαιώματα αυτά, στην πραγματικότητα η επιλογή αυτή, δεν μπορεί να είναι εντελώς αυθαίρετη. Έτσι, αν π.χ. πρόκειται για μικρό ελάττωμα που επιδιορθώνεται ευχερώς και μάλιστα σε σύντομο χρόνο, δεν είναι εύλογο ο καταναλωτής να υπαναχωρήσει από την πώληση.
Σημειώνεται επίσης ότι:
(α) Αν ο αγοραστής ασκήσει το δικαίωμα επιδιόρθωσης, δεν χάνει το δικαίωμα υπαναχώρησης ή μείωσης του τιμήματος, το οποίο μπορεί να ασκήσει στο μέλλον, αν το ελάττωμα δεν αποκαθίσταται από την επιδιόρθωση.
(β) Ο αγοραστής έχει πρόσθετο δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών (π.χ. τα έξοδα ταξί για μετάβαση και επιστροφή από την εργασία του για όσο διάστημα επισκευαζόταν το ελαττωματικό όχημα ή ανέμενε την αντικατάστασή του)
(γ) Τα δικαιώματα αυτά προβλέπονται από το νόμο, αλλά η υλοποίησή τους εξαρτάται από την βούληση του πωλητή, ο οποίος μπορεί να αρνηθεί την ευθύνη του, επειδή π.χ. η βλάβη δεν οφείλεται σε ελάττωμα αλλά σε κακή χρήση του οχήματος από τον αγοραστή. Κάτι τέτοιο είναι πιο δύσκολο να το ισχυριστεί βάσιμα ο πωλητής αν το ελάττωμα εκδηλώθηκε μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση. Και τούτο, διότι ο νόμος προβλέπει ότι αν εκδηλώθηκε τόσο σύντομα, θεωρείται ότι προϋπήρχε της πώλησης. Σε κάθε περίπτωση, ο πωλητής θα πρέπει να αποδείξει ότι η βλάβη στο όχημα προκλήθηκε από κακή χρήση του οχήματος από τον αγοραστή και όχι από μηχανικό ελάττωμα.
(δ) Αν δεν υπάρξει εξώδικη (φιλική) επίλυση του θέματος και η διαφορά πωλητή – αγοραστή παραμείνει, θα την επιλύσουν τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον επιδιωχθεί προηγουμένως η εξώδικη επίλυσή της μέσω διαμεσολάβησης.
Στη Δανία ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει επιστροφή χρημάτων αν το ελάττωμα είναι σοβαρό, αλλά όχι αν ο πωλητής προσφέρεται να επιδιορθώσει ή αντικαταστήσει το προϊόν. Δες το άρθρο 78 του Νόμου περί Πώλησης Αγαθών (Købelov).
16 Οι κανόνες της Εσθονίας βασίζονται στην ελευθερία επιλογής επανορθωτικού μέτρου δίνοντας ωστόσο στον πωλητή τη δυνατότητα να διαχειριστεί το ελάττωμα μέσω της επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης.
17 Νομοθετική πράξη 11/2003 – Ευρωπαϊκές κοινότητες (Ορισμένες Πτυχές της Πώλησης και των Εγγυήσεων Καταναλωτικών Αγαθών) Κανονισμοί 2003, http://www.irishstatutebook.ie/eli/2003/si/11/made/en/print
18 Μετά την νομοθετική τροποποίηση του 2015..
19 Ο καταναλωτής οφείλει να ενημερώσει εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με τ Άρθρο 6.327 του Αστικού Κώδικα Αρ. VIII-1864 της 18ης Ιουλίου 2000.
20 Ο καταναλωτής πρέπει να ενημερώσει τον πωλητή για τη μη συμμόρφωση του προϊόντος εντός «εύλογου χρόνου» αλλά καθώς αυτός ο χρόνος δεν προσδιορίζεται, πρακτικά σημαίνει δύο χρόνια μετά την παράδοσή του. Σύμφωνα με το άρθρο L. 212-6, παρ. 2 υφίσταται μια δεύτερη διετή προθεσμία για την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την εγγύηση, η οποία ξεκινά όταν ο καταναλωτής έχει αναφέρει τη μη συμμόρφωση των αγαθών στον έμπορο.
21 Τα επανορθωτικά μέτρα πρέπει να εκτελούνται εντός του μήνα από τον πωλητή. Αν αυτό δεν συμβεί, ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την αντικατάσταση και να λάβει το σύνολο του τιμήματος του προϊόντος, ή να κρατήσει το προϊόν και να του επιστραφεί μέρος του τιμήματος. Ωστόσο, ο καταναλωτής μπορεί να λάβει περαιτέρω μειώσεις του τιμήματος για ζημία που υπέστη αν μπορεί ο καταναλωτής μπορεί να αποδείξει ότι η μη συμμόρφωση του ελαττωματικού αγαθού δημιούργησε επιπλέον έξοδα ή ότι ήταν επικίνδυνο για την υγεία.
27 Οι Πολωνικοί κανόνες που εφαρμόζονται από τον Δεκέμβριο του 2014 βασίζονται στην ελευθερία επιλογής επανορθωτικού μέτρου, δίνοντας ωστόσο τη δυνατότητα στον πωλητή τη δυνατότητα να διαχειριστεί το ελάττωμα μέσω της επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης.