Ελαφρύτερος δικύλινδρος κινητήρας από τη Ducati

Η Ducati συνεχίζει να πιστεύει και να επενδύει στον 90° V-twin, τον κινητήρα που έχει χαρακτηρίσει μερικές από τις πιο εμβληματικές μοτοσυκλέτες του κατασκευαστή από το Borgo Panigale και ο οποίος έχει επιτύχει περισσότερες από 400 νίκες και 1000 βάθρα στα πρωταθλήματα, που προορίζονται για μοτοσυκλέτες παραγωγής. Ο νέος V2 κινητήρας είναι ο ελαφρύτερος δικύλινδρος που έχει φτιάξει ποτέ η Ducati και ανανεώνει την παράδοση που ξεκίνησε με το Pantah και συνεχίστηκε με τα Desmodue, Desmoquattro, Testastretta και Superquadro. Ένας V2 σχεδιασμένος για να προσφέρει μέγιστη οδηγική απόλαυση, χάρη στην πλούσια σε ροπή απόδοση σε όλες τις στροφές και επιδόσεις κινητήρα σπορ μοτοσυκλέτας στις υψηλές στροφές.

Με αυτόν τον νέο κινητήρα, η Ducati επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της στην ανάπτυξη, η οποία αποδεικνύεται  με την εισαγωγή τεσσάρων εντελώς νέων κινητήρων σε μόλις επτά χρόνια, από την Desmosedici Stradale έως τη Superquadro Mono, από την V4 Granturismo έως τη νέα V2. Κινητήρες που προσδιορίζονται από  την επιλογή των καταλληλότερων τεχνικών λύσεων ανάλογα με την προβλεπόμενη χρήση.

Αυτός ο νέος δικύλινδρος είναι εγκεκριμένος σύμφωνα με τις προδιαγραφές Euro5+, έχει κυβισμό 890 cc, είναι εξοπλισμένος με το σύστημα μεταβλητού χρονισμού βαλβίδων εισαγωγής IVT (Intake Variable Timing), αλουμινένια χιτώνια και ζυγίζει μόλις 54,5 kg, θέτοντας νέα σημεία αναφοράς στο βάρος των κινητήρων που διατίθενται στη γκάμα Ducati (-9,4 kg σε σύγκριση με το Superquadro 955, -5,9 kg σε σύγκριση με την Testastretta Evoluzione, -5,8 kg σε σύγκριση με το Scrambler® Desmodue). Το σύστημα κλεισίματος των βαλβίδων με ελατήριο που εισήχθη με τον V4 Granturismo, προσδίδει στον νέο V2  χαρακτηριστικά ενός κινητήρα που δίνει έμφαση στην ομαλότητα στις χαμηλές στροφές και το χαμηλό κόστος συντήρησης. Τα διάκενα των βαλβίδων ελέγχονται κάθε 30.000 km, αποτελώντας άλλο ένα σημείο αναφοράς για την κατηγορία.

Μοντέρνα και αποτελεσματική σχεδίαση που εγγυάται απόδοση και χαμηλό βάρος

Η διάταξη 90° V2 ορίζει έναν στενό κινητήρα, με μοναδική προσωπικότητα στον ήχο και την απόδοση ισχύος, βαθιά συνδεδεμένο με την παράδοση της Ducati. Επιπρόσθετα η σχεδίαση V 90° δημιουργεί μια φυσική εξισορρόπηση των δυνάμεων πρώτης τάξης, χωρίς την ανάγκη για αντικραδασμικό άξονα.

Όλα αυτά, προς όφελος της μεγαλύτερης δυνατής οδηγικής απόλαυση. Τέλος, οι κύλινδροι έχουν κλίση με γωνία 20° προς τα πίσω, για βελτιστοποίηση της κατανομής βάρους.

Η ευελιξία που χαρακτηρίζει τους δικύλινδρους κινητήρες της Ducati είναι ένα από τα χαρακτηριστικά και του νέου V2, ο οποίος λόγω του ότι είναι πολύ ελαφρύς, αποδοτικός και μικρού μεγέθους προσαρμόζεται τέλεια σε διάφορες μοτοσυκλέτες της γκάμας. Αυτό οφείλεται επίσης στην απόφαση της Ducati να διατίθεται με δύο διαφορετικές διαμορφώσεις, που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές τιμές ισχύος (120 ή 115 hp στις 10.750 σ.α.λ.) και διαφορετικά χαρακτηριστικά απόδοσης. Οι διάμετρος επί της διαδρομής είναι 96 x 91,5 mm, που μας δίνει συντελεστή 1,56. Είναι μια μέση επιλογή σε σύγκριση με τους κινητήρες Testastretta και Superquadro και επιτρέπουν στον κινητήρα να αποδίδει υψηλότερες μέγιστες τιμές και καμπύλη ροπής που είναι πιο κατάλληλη για χρήση στο δρόμο από τους τελευταίους. Η μέγιστη τιμή ροπής είναι 93,3 Nm ή 92,1 Nm στις 8.250 σ.α.λ. Ο κόφτης, στην πέμπτη και έκτη ταχύτητα, έχει ρυθμιστεί στις 11.350 σ.α.λ.

Στην σπορ έκδοση των 120 ίππων, υιοθετώντας την αγωνιστική εξάτμιση για χρήση στην πίστα, η μέγιστη ισχύς αυξάνεται στους 126 ίππους (+6 ίππους) στις 10.000 σ.α.λ. και η ροπή στα 98 Nm (+5 Nm) στις 8.250 σ.α.λ., με εξοικονόμηση βάρους 4,5 kg.

Η έκδοση των 115 ίππων είναι εξοπλισμένη με ισχυρότερη γεννήτρια, για τη σωστή διαχείριση ακόμη και των μεγαλύτερων ηλεκτρικών φορτίων. Η μπιέλα και ο σφόνδυλος είναι ενισχυμένα για να αντιμετωπίσουν ακόμα και τις πιο δύσκολες δοκιμασίες και να προσφέρουν μια ομαλότερη απόκριση σε χαλαρή οδήγηση. Η προκύπτουσα αύξηση της ροπής αδράνειας, ίση με 12%, στην πραγματικότητα καθορίζει μεγαλύτερη ομαλότητα λειτουργίας σε χαμηλές στροφές. Η σχέση μετάδοσης, σε αυτή την έκδοση, χαρακτηρίζεται από κοντύτερη πρώτη και δεύτερη ταχύτητα για βελτίωση της εκκίνησης σε ανωφέρεια, καθώς και σε δύσκολες συνθήκες με πλήρες φορτίο.

Έλεγχος μεταβλητού χρονισμού

Χάρη στο σύστημα IVT (Intake Variable Timing), ο νέος δικύλινδρος κινητήρας της Ducati εγγυάται μια πολύ γραμμική απόδοση ροπής ακόμα και στις χαμηλές στροφές, με άμεση και απολαυστική απόκριση στο γκάζι και απόδοση κινητήρα σπορ μοτοσυκλέτας στις υψηλές στροφές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το σύστημα IVT διαρκώς μεταβάλλει τον χρονισμό των βαλβίδων εισαγωγής σε τόξο 52° χάρη στην υιοθέτηση ενός μεταβλητού γραναζιού που εφαρμόζεται στο άκρο του εκκεντροφόρου. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να καθοριστεί ο καλύτερος χρονισμός των βαλβίδων εισαγωγής με βάση τις στροφές περιστροφής του κινητήρα και το άνοιγμα του γκαζιού, επιτυγχάνοντας μια ομαλή και σταθερή καμπύλη παροχής ισχύος ακόμη και σε χαμηλές αλλά και μεσαίες στροφές, σε συνδυασμό με εξαιρετικές επιδόσεις σε υψηλές στροφές. Περισσότερο από το 70% της μέγιστης ροπής είναι ήδη διαθέσιμο στις 3.000 σ.α.λ. και μεταξύ 3.500 και 11.000 σ.α.λ. η τιμή ροπής δεν πέφτει ποτέ κάτω από το 80%.

Για τη βελτιστοποίηση της απόδοσης του κινητήρα, τα κοκκοράκια που οδηγούν τις βαλβίδες εισαγωγής έχουν επεξεργασία DLC (Diamond-Like Carbon), όπως στο Desmosedici MotoGP. Η κίνηση  γίνεται με καδένα, ενώ το κλείσιμο της βαλβίδας γίνεται μέσω ελατηρίου. Τα στελέχη των βαλβίδων εισαγωγής είναι κούφια, για μεγαλύτερη απόδοση και επιτυγχάνουν εξοικονόμηση βάρους 5%. Οι βαλβίδες είναι επιχρωμιωμένες.

Η τροφοδοσία ανατίθεται σε ένα κυκλικό σώμα πεταλούδας γκαζιού διαμέτρου 52 mm, με ένα μπεκ ψεκασμού κάτω από την πεταλούδα. Ο έλεγχος γίνεται από ένα  σύστημα ridebywire ικανό να προσφέρει τέσσερις διαφορετικές λειτουργίες ισχύος για την προσαρμογή της παροχής σε διαφορετικές συνθήκες οδήγησης και χρήσης του κινητήρα. Το σύστημα είναι σε θέση να μεταβάλλει την διαχείριση της ροπής ανάλογα με τη σχέση χάρη στους ειδικούς χάρτες, προσφέροντας έτσι την καταλληλότερη απόκριση γκαζιού για κάθε ταχύτητα στο κιβώτιο.

Ο αισθητήρας κρούσης, που υπάρχει και στις δύο εκδόσεις, επιτρέπει στον κινητήρα να λειτουργεί χωρίς κανένα πρόβλημα στην αξιοπιστία του εάν δεν υπάρχει διαθέσιμο καύσιμο υψηλών οκτανίων. Με αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατόν να ταξιδέψετε με ηρεμία ακόμη και σε χώρες όπου μπορεί να είναι πιο δύσκολο να βρείτε βενζίνη υψηλής ποιότητας.

Ο νέος V2 είναι εξοπλισμένος με κύκλωμα παράκαμψης εισαγωγής. Ένας αγωγός συνδέει το κουτί αέρα και τους αγωγούς εισαγωγής των δύο κυλίνδρων κοντά στη βαλβίδα εισαγωγής, βελτιώνοντας το μείγμα αέρα/καυσίμου για μεγαλύτερη απόδοση καυσίμου. Με αυτόν τον τρόπο, ο κινητήρας είναι πιο αποδοτικός στην καύση, μειώνοντας την κατανάλωση καυσίμου και τις επιβλαβείς εκπομπές ρύπων και αυξάνοντας την σταθερότητα στην παροχή ισχύος.

Τα κάρτερ του κινητήρα, κατασκευασμένα με χύτευση υπό πίεση, διαμορφώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ενσωματώνουν το θάλαμο νερού γύρω από τα χιτώνια. Όπως και ο κινητήρας Superquadro, ο νέος V2 είναι εξοπλισμένος με χιτώνια αλουμινίου, που εισάγονται στα κάρτερ κατά τις αρχικές φάσεις συναρμολόγησης. Αυτός ο σχεδιασμός επιτρέπει την απευθείας στερέωση της κεφαλής στον στροφαλοθάλαμο, συνδυάζοντας την ακαμψία του κινητήρα και τις εξαιρετικά συμπαγείς διαστάσεις. Τα χιτώνια, με τα λεπτά τοιχώματά τους, καθιστούν επίσης δυνατή την αποτελεσματική ανταλλαγή θερμότητας με το ψυκτικό που ρέει κατά μήκος των τοιχωμάτων τους.

Ο νέος V2 κινητήρας επιτρέπει τον προσδιορισμό πιο συμπαγών μοτοσικλετών χάρη στις ιδιαίτερα μικρές διαστάσεις του λόγω της αντλίας νερού που είναι τοποθετημένη στην κεφαλή του μπροστινού κυλίνδρου. Αυτή η λύση ελαχιστοποιεί την εκτεθειμένη λαστιχένια σωλήνωση του κυκλώματος ψύξης, βελτιώνοντας την εμφάνιση της μοτοσικλέτας στα σημεία όπου ο κινητήρας παραμένει εκτεθειμένος.

Για τους ίδιους λόγους, ο νέος δικύλινδρος είναι εξοπλισμένος με έναν εναλλάκτη θερμότητας νερού/λαδιού τοποθετημένο ανάμεσα στο V των κυλίνδρων, ο οποίος επιτρέπει την εξάλειψη του ψυγείου λαδιού. Αυτή η τεχνική λύση μειώνει το μέγεθος και το βάρος και βελτιώνει την αισθητική του κινητήρα.

Όπως και στη νέα Panigale V4, το κιβώτιο ταχυτήτων είναι εξοπλισμένο με Ducati Quick Shift (DQS) 2.0. Η δεύτερη γενιά DQS χρησιμοποιεί μια στρατηγική που βασίζεται αποκλειστικά στον αισθητήρα του σασμάν, επιτρέποντας έτσι τη χρήση του πεντάλ χωρίς ενδιάμεσους μικροδιακόπτες. Αυτή η λύση προσφέρει στον αναβάτη μια πιο άμεση αίσθηση, με μειωμένη διαδρομή και χωρίς την «λαστιχένια» αίσθηση που χαρακτηρίζει τα παραδοσιακά quickshifters και επίσης διευκολύνει την εύρεση της νεκράς ταχύτητας. Ο συμπλέκτης ολίσθησης 8 δίσκων, που προέρχεται από την πιο πρόσφατη έκδοση που χρησιμοποιήθηκε από την Testastretta 11°, μετριάζει την ροπή με το γκάζι κλειστό κατά το κατέβασμα, βελτιώνοντας τη σταθερότητα της μοτοσυκλέτας κατά τη διάρκεια του πιο έντονου φρεναρίσματος.

Ο νέος κινητήρας V2 θα είναι επίσης διαθέσιμος σε έκδοση μειωμένης ισχύος σε μοτοσικλέτες που προορίζονται για κατόχους άδειας Α2.

Κύρια τεχνικά στοιχεία του V2

-890 cc 90° V-twin κινητήρα

-Βάρος 54,5 kg (-9 kg έναντι Superquadro 955, -5,89 kg έναντι Testastretta Evoluzione, -5,82 kg έναντι Desmodue Scrambler®)

-Κίνηση με καδένα με διπλό εκκεντροφόρο επικεφαλής, μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων IVT στην εισαγωγή, 4 βαλβίδες ανά κύλινδρο. Βαλβίδες εισαγωγής 38,2 mm, βαλβίδες εξαγωγής 30,5 mm.

-Διάμετρος x διαδρομή 96 x 61,5 mm

-Αναλογία συμπίεσης 13.1:1

-Μέγιστη ισχύς 88 kW (120 hp) στις 10.750 σ.α.λ. – 126 hp με αγωνιστική εξάτμιση και μέγιστη ροπή 93,3 Nm στις 8.250 σ.α.λ.

-Έκδοση με ισχυρότερη γεννήτρια και κοντύτερες σχέσεις μετάδοσης για τις δύο πρώτες σχέσεις, μέγιστη ισχύ 85 kW (115,6 hp) στις 10.750 σ.α.λ. και μέγιστη ροπή 92,1 Nm στις 8.250 σ.α.λ.

-Χιτώνια αλουμινίου

-Έγκριση Euro 5+

-Υγρός πολύδισκος συμπλέκτης, με υποβοήθηση σερβο και λειτουργία anti-hopping

-Λίπανση ημίξηρου κάρτερ με αντλία πίεσης και αντλία εκκένωσης λαδιού.

-Τροφοδοσία με σώμα ψεκασμού διαμέτρου 52 mm

-Εξατάχυτο κιβώτιο ταχυτήτων με δυνατότητα τοποθέτησης του Ducati Quick Shift (DQS) 3.0

-Προγραμματισμένη αλλαγή λαδιών στα 15.000 χλμ.

-Έλεγχος και ενδεχόμενη ρύθμιση βαλβίδων προγραμματισμένη στα 30.000 km

-Εκπομπές CO² (WMTC): 120 g/km