Οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των αυτοκινήτων έχουν προκαλέσει μια μεγάλη αναστάτωση σε εισαγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και στους καταναλωτές οι οποίοι δεν γνωρίζουν πόσα χρήματα θα δαπανήσουν για να αποκτήσουν το όχημα των ονείρων τους όταν με το καλό έρθει στην Ελλάδα μετά από αρκετούς μήνες.
Ωστόσο εκτός των αρρυθμιών που έχουν προκαλέσει οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών στους καταναλωτές υπάρχει και ένας κλάδος που αποτελεί και το υψηλότερο ποσοστό πωλήσεων στην Ελλάδα που αφορά στις εταιρικές πωλήσεις ή αλλιώς leasing.
Η μακροενοικίαση αυτοκινήτων αποτελεί πάνω από το 50% του συνόλου των πωλήσεων στην Ελλάδα και ολοένα και περισσότερες μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις επιλέγουν αυτή τη μορφή χρηματοδότησης κίνησης καθώς προσδίδει φοροαπαλλαγές και βέβαια οι χρήστες δεν πονοκεφαλιάζουν για τη συντήρηση ή την επισκευή κάποιου οχήματος. Παράλληλα ανάλογα με το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει μπορούν να έχουν καινούριο όχημα κάθε 4 ή 5 χρόνια.
Ωστόσο οι συνεχείς αυξήσεις των εργοστασιακών τιμών σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία στην Ελλάδα έχουν αλλάξει ριζικά τα φορολογικά δεδομένα και πλέον πολλά μοντέλα κρίνονται ασύμφορα για να τα αποκτήσει κανείς μέσω μακροχρόνιας μίσθωσης καθώς τα φορολογικά βάρη για τον χρήστη είναι υπέρογκα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια εντοπίζεται στα plug-in υβριδικά αυτοκίνητα με εκπομπές CO2 κάτω των 50 γρ./CO2 καθώς σε αυτά για να ισχύσει η πλήρης φοροαπαλλαγή υπάρχει και το όριο των 40.000 ευρώ στην Λιανική Τιμή προ Φόρων. Με την συντριπτική πλειοψηφία των Λιανικών Τιμών προ Φόρων στα συγκεκριμένα μοντέλα να κινείται πάνω από τις 40.000 ευρώ είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι φοροαπαλλαγές έχουν «καταργηθεί» και όσοι τα επιλέξουν θα καλεστούν να πληρώσουν επιπλέον φόρο για την χρήση του εταιρικού plug-in υβριδικού αυτοκινήτου τους.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι τα plug-in υβριδικά μοντέλα με Λιανικές Τιμές προ Φόρων άνω των 40.000 ευρώ πηγαίνουν στα αζήτητα καθώς δεν τα επιλέγουν οι χρήστες εταιρικών αυτοκινήτων εξαιτίας της υπέρογκης φορολογίας τους.
Οι εταιρείες leasing έχουν ήδη επισημάνει το πολύ σοβαρό αυτό πρόβλημα στα κυβερνητικά στελέχη και ίσως άμεσα να δούμε και εκεί αλλαγές ώστε να «διορθωθούν» οι αδικίες που έχουν προκαλέσει οι συνεχείς αυξήσεις τιμών από τα εργοστάσια.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ο εργαζόμενος που έχει στην κατοχή του εταιρικό αυτοκίνητο επιβαρύνεται με ένα επιπλέον ποσό στο ετήσιο εισόδημά του που προκύπτει κλιμακωτά από την Λιανική Τιμή προ Φόρων.
Ο τρόπος υπολογισμού της φορολογητέας αξίας της παραχώρησης οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο, καθορίζεται με βάση την ακόλουθη κλίμακα, ως ποσοστό της λιανικής τιμής πώλησης προ φόρων (ΛΤΠΦ):
για ΛΤΠΦ έως 14.000 ευρώ ως ποσοστό 4% της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
για ΛΤΠΦ από 14.001 έως 17.000 ευρώ ως ποσοστό 20% της ΛΤΠΦ,
για ΛΤΠΦ από 17.001 έως 20.000 ευρώ ως ποσοστό 33% της ΛΤΠΦ,
για ΛΤΠΦ 20.001 έως 25.000 ευρώ ως ποσοστό 35% της ΛΤΠΦ,
για ΛΤΠΦ από 25.001 έως 30.000 ευρώ ως ποσοστό 37% της ΛΤΠΦ,
για ΛΤΠΦ πλέον των 30.001 ευρώ ως ποσοστό 20% της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα
Για παράδειγμα, σε ένα αυτοκίνητο με ΛΤΠΦ στις 20.000 ευρώ για τα πρώτα 14.000 ευρώ υπολογίζονται σε συντελεστή 4% (560 ευρώ), μετά για τα επόμενα 3.000 ευρώ υπολογίζονται με συντελεστή 20% (600 ευρώ) και για τα υπόλοιπα 3.000 ευρώ που απομένουν ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή 33% (990 ευρώ). Συνολικά λοιπόν ο χρήστης για ένα αυτοκίνητο με Λιανική Τιμή προ Φόρων 20.000 ευρώ θα επιβαρυνθεί με εισόδημα ύψους 2.150 ευρώ.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το αυτοκίνητο με Λιανική Τιμή προ Φόρων 20.000 ευρώ σήμερα κοστίζει πάνω από 28.000 ευρώ με αποτέλεσμα οι χρήστες των συγκεκριμένων αυτοκινήτων να επιβαρύνονται με επιπλέον εισόδημα της τάξης των 2.860 ευρώ καθώς η αύξηση της τιμής προσθέτει επιπλέον εισόδημα που απορρέει από τους δύο επόμενους συντελεστές με αποτέλεσμα η συνολικά επιβάρυνση για τον χρήση να υπολογίζεται σε 5.010 ευρώ από 2.150 ευρώ! Δηλαδή το ποσοστό ανόδου ανέρχεται σε 57% κάνοντας «απαγορευτική» την επιλογή του συγκεκριμένου οχήματος εξαιτίας του φόρου που πρέπει να πληρώσει ο χρήστης όταν καταθέσει την φορολογική του δήλωση.
Επίσης η άνοδος των τιμών δεν αφορά μόνο τα ακριβά αυτοκίνητα αλλά και τα μικρά οχήματα που έχουν στην κατοχή τους οι πωλητές πολλών επιχειρήσεων οι οποίοι επιβαρύνονται επίσης με επιπλέον εισόδημα το οποίο και φορολογεί η εφορία στο τέλος κάθε φορολογικής χρήσης.
Ειδικότερα στα μικρά αυτοκίνητα πόλης οι Λιανικές Τιμές προ Φόρων έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 20-30% με αποτέλεσμα το όριο των 14.000 ευρώ να υπάρχει σε ελάχιστα μοντέλα καθώς τα περισσότερα έχουν ανέβει στις 17.000 ευρώ και κάποια από αυτά ξεπερνούν ακόμη και τις 17.001 ευρώ με αποτέλεσμα να υπερφορολούνται οι χρήστες τους.
Για παράδειγμα σε ένα μικρό ΙΧ με Λιανική Τιμή προ Φόρων 14.000% το εισόδημα που θα προστεθεί στον χρήση υπολογίζεται σε 560 ευρώ. Ωστόσο επειδή πλέον δεν υπάρχουν πολλά μοντέλα με Λιανική Τιμή προ Φόρων 14.000 ευρώ αλλά με 17.000 ευρώ οι χρήστες επιβαρύνονται με επιπλέον εισόδημα 600 ευρώ. Δηλαδή το συνολικό επιπλέον εισόδημα που θα δηλώσουν ανέρχεται σε 1.160 ευρώ από 560 ευρώ με αποτέλεσμα το ποσοστό ανόδου να υπολογίζεται σε 51,2%.
Αν ο μικρό αυτοκίνητο ξεπερνά τις 17.001 ευρώ και η Λιανική Τιμή προ Φόρων ανέρχεται σε 18.000 ευρώ τότε το επιπλέον ποσό που θα δηλώσει ο χρήστης του ανέρχεται σε 1.490 ευρώ.
Να υπενθυμίσουμε πως ο φόρος μειώνεται βάσει παλαιότητας μετά τα 3 χρόνια και μειώνεται σε ποσοστό 10% για ηλικίες από 3 από 5 έτη, σε 25% για ηλικίες από 6 έως 9 έτη και σε 50% για ηλικίες πάνω από 10 έτη.