Οι νέοι περιβαλλοντικοί κανόνες βρίσκουν απροετοίμαστους τους εφοπλιστές!

Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Ναυτιλίας (ΙΜΟ) του ΟΗΕ πάνω από το 90% του παγκόσμιου εμπορίου διακινείται μέσω των θαλάσσιων οδών. Πρόκειται για τον φθηνότερο αλλά και πιο επιβλαβή για το περιβάλλον τρόπο μεταφοράς εμπορευμάτων και πρώτων υλών στον πλανήτη.

Όπως προκύπτει από την τελευταία έκθεση της ΙΜΟ, την οποία δημοσιεύει η DW, για τις εκπομπές βλαβερών ρύπων που συντάχθηκε το 2014, οι θαλάσσιες μεταφορές προκαλούν ετησίως περί τους 940 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα που αντιστοιχούν στο 2,5% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων.

Υπάρχει όμως άλλος ένα επιβαρυντικός για το περιβάλλον παράγοντας που συνδέεται άμεσα με το θαλάσσιο εμπόριο. Ο λόγος για το επικίνδυνο διοξείδιο του θείου (SO2) που εκπέμπουν τα πλοία κατά την καύση του μαζούτ. Χρησιμοποιώντας το φθηνό και υψηλής θερμιδικής αξίας καύσιμο η ναυσιπλοΐα ευθύνεται για το 13% των παγκόσμιων εκπομπών SO2.

Φιλόδοξοι στόχοι

Οι νέοι κανονισμοί που θα ισχύσουν από 1ης Ιανουαρίου του 2020 για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του θείου από τα πλοία, αναμένεται να έχουν σημαντικές συνέπειες για τον κλάδο. Και αυτές δεν θα έχουν μόνον οικολογικό πρόσημο. Δεδομένου του κόστους των αλλαγών που απαιτούνται από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες αλλά και του βαθμού εξάρτησης του παγκόσμιου εμπορίου από τις θαλάσσιες μεταφορές, είναι βέβαιο ότι η παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της θα βιώσει άμεσα τις συνέπειες των νέων κανονισμών.

Σύμφωνα με αυτούς από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους οι εκπομπές διοξειδίου του θείου των πλοίων θα πρέπει να μειωθούν κατά 80%. Για να γίνει αυτό υπάρχουν διάφορες δυνατότητες: από τη χρήση καυσίμου μικρής περιεκτικότητας σε θείο (που ανεβάζει το λειτουργικό κόστος ενός πλοίου κατά 25% και που μάλλον δεν μπορεί να διασφαλιστεί για όλα τα πλοία του πλανήτη) μέχρι την εγκατάσταση νέων απαλλαγμένων από διοξείδιο του θείου τεχνολογιών και τον πλήρη τερματισμό της χρήσης καυσίμων που παρασκευάζονται από πετρέλαιο. Γεγονός είναι όμως ότι όλοι οι τρόποι συνεπάγονται ένα σημαντικό κόστος. Στις αρχές Μαΐου μάνατζερ της αμερικανικής ναυτιλιακής Star Bulk Carriers υπολόγισε τα έξοδα εγκατάστασης ειδικών καταλυτών για τα 100 πλοία της επιχείρησης στα 154 εκατομ. ευρώ.

Επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία

Οι πλοιοκτήτες δεν είναι όμως οι μόνοι που επιβαρύνονται από τους νέους κανονισμούς. Έρευνα της γερμανικής Landesbank Baden-Württemberg καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα νέα μέτρα θα έχουν σημαντικό κόστος για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, επισημαίνει η DW.

Σύμφωνα με αυτή, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι το 2020 «αισθητά χαμηλότερη». Και αυτό διότι οι αλλαγές που απαιτούνται είναι ιδιαίτερα κοστοβόρες και οι περισσότεροι πλοιοκτήτες δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένοι. Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες, η συνακόλουθη αύξηση του κόστους μεταφοράς σε συνάρτηση με τη μείωση του αριθμού των διαθέσιμων εμπορικών πλοίων συνθέτουν ένα δύσκολο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον που πλήττεται ήδη από τους εν εξελίξει και επαπειλούμενους εμπορικούς πολέμους. Η συμβουλευτική S&P Global Platts εκτιμά το κόστος των αλλαγών για την παγκόσμια οικονομία στο ένα τρισεκατομμύριο δολάριο για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Τα νέα όρια για τις εκπομπές διοξειδίου του θείου εντάσσονται στην πρωτοβουλία της ΙΜΟ για μείωση των συνολικών εκπομπών αερίων της ναυσιπλοΐας κατά τουλάχιστον 50% μέχρι το 2050 σε σχέση με το 2008. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πλοία χρησιμοποιούν σήμερα το πιο βρώμικο πετρέλαιο της αγοράς. Πρόκειται για εκείνο που απομένει από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου και τη μετατροπή του σε άλλα μεγαλύτερης αξίας προϊόντα όπως τη βενζίνη.

Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2018 στο περιοδικό Nature η προκληθείσα από τα πλοία ατμοσφαιρική ρύπανση ευθύνεται για έως και 400.000 πρόωρους θανάτους ετησίως. Έρευνες κατέδειξαν ότι η χρήση καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε SO2 μπορεί να μειώσει τον αριθμό αυτό έως και κατά 30%. Η ίδια έρευνα αναφέρει ότι τα 200 μεγαλύτερα πλοία του πλανήτη εκπέμπουν την ίδια ποσότητα διοξειδίου του θείου με όλα τα αυτοκίνητα του κόσμου.