Αναμενόμενη και δικαιολογημένη χαρακτηρίζεται από τους επιστήμονες η καταδίκη της Ελλάδας, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στη Θεσσαλονίκη.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε διότι υπερέβη συστηματικά την ημερήσια οριακή τιμή για τα σωματίδια PM10 στη Θεσσαλονίκη και δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα από το 2005 έως και το 2012, στη διάρκεια του 2014 και, εν συνεχεία, εκ νέου από το 2017 έως και το 2019.
Από τη δεκαετία του ’80 γνωρίζαμε για την υψηλή συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων PM10 στη Θεσσαλονίκη δήλωσε στην ΕΡΤ3 ο Δημήτρης Μελάς καθηγητής φυσικού περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
Η ρύπανση αυτή είναι υψηλότερη και από της Αθήνας, πρόσθεσε ο κ. Μελάς και επισήμανε ότι αιτία αποτελούν οι χαμηλής έντασης άνεμοι που επικρατούν στην περιοχή αλλά και η εισαγόμενη ρύπανση, που παλιότερα ήταν βέβαια 20-30% μεγαλύτερη.
Σύμφωνα με τη μελέτη που έγινε για την περίοδο 2018-20, κύρια πηγή για τα αιωρούμενα σωματίδια είναι η οικιακή ρύπανση (τζάκια) και επιβαρυμένες περιοχές στο κέντρο είναι θεωρούνται γύρω από τους σταθμούς μέτρησης ρύπων στην Αγ. Σοφίας και τη Βενιζέλου.
Μια άμεση λύση για το πρόβλημα απαιτεί την επιδότηση για μείωση της καύσης ξύλων, τόνισε ο κ. Μελάς.
Από την πλευρά της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας η Ελένη Παπακώστα, φυσικός, δήλωσε ότι διατηρούνται εννέα σταθμοί μέτρησης ρύπανσης και όταν υπερβαίνουμε το όριο των 50 μικρογραμμαριων /κυβικο μέτρο αέρα τότε βγαίνει ανακοίνωση ώστε τα ευπαθή άτομα να περιορίζουν τις μετακινήσεις τους.
Αναμενόμενη χαρακτηρίζει την καταδίκη της Ελλάδας και η καθηγήτρια στο Εργαστήριο Ελέγχου Ρύπανσης Περιβάλλοντος του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ Κωνσταντίνα Σαμαρά.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κ. Σαμαρά τονίζει ότι ήταν κάτι αναμενόμενο γιατί όντως υπήρχαν οι υπερβάσεις των ορίων που έχει θέσει η οδηγία 2008/50/ΕΚ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα για την Ευρώπη. «Παράλληλα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δίνουν οι σταθμοί μέτρησης που λειτουργούν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης υπό την εποπτεία της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, οι υπερβάσεις συνεχίστηκαν και το 2021 και μάλιστα, στον σταθμό της περιοχής της Αγίας Σοφίας και στο Κορδελιό ,ήταν σχεδόν διπλάσιες από τον επιτρεπτό αριθμό», λέει η κ. Σαμαρά. Αναφέρει δε, ενδεικτικά ότι, ενώ είναι επιτρεπτές 35 παραβάσεις ορίων ετησίως, στην Αγ. Σοφίας για το 2021 υπήρξαν 62 υπερβάσεις του ημερήσιου ορίου και 54 στο Κορδελιό, καθιστώντας τις περιοχές αυτές στην κορυφή με τις πιο συχνές και μόνιμες υπερβάσεις των ορίων.
«Γι’ αυτή την καταδίκη υπήρχαν προειδοποιήσεις, για να ληφθούν μέτρα ώστε να μειωθούν οι υψηλές συγκεντρώσεις PM10. Το πανεπιστήμιο μελέτησε για πολλά χρόνια τα αιωρούμενα σωματίδια της Θεσσαλονίκης, τη σύσταση και τις πηγές εκπομπής τους. Η τελευταία ποσοτικοποίηση της συνεισφοράς πηγών αφορά την περίοδο 2011-’12 αλλά επειδή δεν έχουμε πιο πρόσφατη, μπορεί να υπάρχουν αλλαγές στη συνεισφορά των πηγών. Πάντως με τα μέχρι τότε δεδομένα, είχαμε ως σημαντικές πηγές εκπομπών αιωρούμενων σωματιδίων τη σκόνη του δρόμου, η οποία εντείνεται με την κυκλοφορία των οχημάτων, τις εξατμίσεις και την καύση βιομάζας, που φαινόταν ότι έχει σημαντική συνεισφορά και ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες».
Σύμφωνα πάντως με την κ. Σαμαρά, δεν υπάρχει την τελευταία δεκαετία έρευνα του πανεπιστημίου για τις πηγές των σωματιδίων καθώς αυτές οι έρευνες «είναι χρονοβόρες, χρειάζονται άτομα να ασχοληθούν, δεν είναι κάτι που γίνεται με αυτόματα όργανα, όπως κάνουν οι σταθμοί του Εθνικού δικτύου Παρακολούθησης , απαιτείται συλλογή σωματιδίων και χημικές αναλύσεις στο εργαστήριο».
«Το πανεπιστήμιο δεν κάνει μετρήσεις γιατί δεν είναι μέσα στους φορείς παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα. Ο αρμόδιος φορέας είναι το υπουργείο που σε ορισμένες περιοχές έχει αναθέσει αυτή την αρμοδιότητα στις περιφέρειες και στη Θεσσαλονίκη είναι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας».
Άμεση λήψη μέτρων
Στα μέτρα που προτείνει η καθηγήτρια χημείας του ΑΠΘ για την μείωση των εκπομπών, είναι η ηλεκτροκίνηση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στα οχήματα του δήμου Θεσσαλονίκης και ο περιορισμός καύσης βιομάζας. «Η βιομάζα ευθύνεται για υψηλές εκπομπές σωματιδίων, πολύ υψηλότερες απ’ ό,τι το πετρέλαιο και φυσικά πολύ πιο υψηλές απ’ ό,τι το φυσικό αέριο. Δεν πρέπει να καίγεται βιομάζα σε ένα πυκνοδομημένο περιβάλλον που δεν έχει τη δυνατότητα να αεριστεί και να απομακρύνει τα σωματίδια, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουμε διάφορες παλινωδίες όσον αφορά τη χρήση των καυσίμων για οικιακή θέρμανση».