Μέχρι τώρα γνωρίζαμε για κάποιους επιτήδειους εμπόρους μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οι οποίοι εισέπρατταν προκαταβολές για ανύπαρκτα αυτοκίνητα. Τώρα φαίνεται ότι το «παιχνίδι» έχει αλλάξει και με τη χρήση της τεχνολογίας οι επιτήδειοι εμφανίζονται ως αγοραστές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που πωλούνται μέσω ηλεκτρονικών αγγελιών αλλά αντί να καταθέσουν μέσω internet banking κάποια προκαταβολή για την απόκτηση του οχήματος με έντεχνο τρόπο αποκτούν πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς τραπεζικούς λογαριασμούς των καταναλωτών που πουλάνε τα αυτοκίνητά τους και τους αδειάζουν εντελώς!
Ειδικότερα με πρόφαση την κατάθεση προκαταβολής για την αγορά αυτοκινήτων ή άλλων αντικειμένων κατάφερε μια πολύ μεγάλη εγκληματική οργάνωση να εξαπατά ανυποψίαστους καταναλωτές καθώς εντέλει τα μέλη της σπείρας αποκτούσαν πρόσβαση στο online τραπεζικό σύστημα των θυμάτων και άδειαζαν τους λογαριασμούς τους!
Η εγκληματική οργάνωση που δραστηριοποιούνταν πανελλαδικά στη συστηματική διάπραξη ηλεκτρονικών απατών.
Η έρευνα της ΕΛΑΣ και ειδικότερα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Ηγουμενίτσας ήταν πολύμηνη και μεθοδική και οι αστυνομικοί κατάφεραν να ταυτοποιήσουν τα στοιχεία όλου του βασικού πυρήνα της οργάνωσης, αποτελούμενο από τον αρχηγό και 4 μέλη, καθώς και 15 περιφερειακά μέλη, σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, απάτες με υπολογιστή κατ’ εξακολούθηση και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Παράλληλα εξακριβώθηκαν τα στοιχεία 117 ατόμων που κατηγορούνται για συνέργεια στις παραπάνω πράξεις, κάτοχοι τραπεζικών λογαριασμών στους οποίους μεταφέρονταν τα χρήματα από τις απάτες (money mules).
Εκτός από την Ηγουμενίτσα 7 συλλήψεις έγιναν σε Αχαΐα, Αργολίδα, Αρκαδία και Κόρινθο εκ των οποίων ο αρχηγός και 3 μέλη του βασικού πυρήνα.
Όσον αφορά τη δομή της, η οργάνωση διαρθρώνονταν σε τρία επίπεδα με ιεραρχική δομή και συγκεκριμένα ο σκληρός πυρήνας του οποίου ηγούνταν ο αρχηγός, στα περιφερειακά μέλη που ενεργούσαν κατ’ εντολή του αρχηγού και στους δικαιούχους των «επιχειρησιακών» τραπεζικών λογαριασμών (money mules) οι οποίοι στρατολογούσαν από τα περιφερειακά μέλη και παρέδιδαν στην οργάνωση τη διαχείριση των λογαριασμών τους.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, η οποία τοποθετείται χρονικά τουλάχιστον από τον Νοέμβριο του 2020, προέκυψε ότι τα μέλη του σκληρού πυρήνα της, διαθέτοντας κατάλληλες γνώσεις σχετικά με την ηλεκτρονική τραπεζική (internet banking).
Αρχικά αναζητούσαν και εντόπιζαν στο διαδίκτυο αγγελίες σχετικά με την πώληση κυρίως οχημάτων αλλά και άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Στη συνέχεια επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τα υποψήφια θύματα και εκδήλωναν ενδιαφέρον για την αγορά των προϊόντων και με το πρόσχημα της άμεσης καταβολής των χρημάτων στον τραπεζικό τους λογαριασμό, αποσπούσαν τεχνηέντως τα απαραίτητα στοιχεία και κωδικούς ταυτοποίησης για την είσοδο στην ηλεκτρονική τραπεζική τους (όπως όνομα χρήστη, προσωπικούς κωδικούς, αριθμούς τραπεζικών λογαριασμών, κωδικούς επιβεβαίωσης συναλλαγής κτλ).
Έχοντας αποκτήσει πρόσβαση πλέον στην ηλεκτρονική εφαρμογή των παθόντων, μετέφεραν χρηματικά ποσά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων, σε λογαριασμούς με δικαιούχους συνεργούς τους (money mules).
Στη συνέχεια, τα περιφερειακά μέλη της οργάνωσης, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους για να μην καταγράφονται από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, πραγματοποιούσαν άμεσα ανάληψη μέσω ΑΤΜ των χρηματικών ποσών που είχαν μεταφερθεί στους «επιχειρησιακούς» λογαριασμούς, πριν οι παθόντες αντιληφθούν τη σε βάρος τους απάτη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη της οργάνωσης φρόντιζαν προηγουμένως να μεγιστοποιούν το ανώτατο όριο μεταφοράς χρημάτων των τραπεζικών λογαριασμών των θυμάτων, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν ολόκληρο το χρηματικό ποσό που έβρισκαν σε αυτούς. Στην περίπτωση που το χρηματικό ποσό ήταν μεγαλύτερο του ορίου, «έσπαγαν» το ποσό σε επιμέρους ποσά διαμοιράζοντάς το σε περισσότερους «επιχειρησιακούς» λογαριασμούς.
Ακόμη, για τις μεταξύ τους επικοινωνίες αλλά και με τα υποψήφια θύματα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά τηλεφωνικές συνδέσεις που ανήκαν σε άγνωστους αλλοδαπούς, τις οποίες αντικαθιστούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Τα χρηματικά ποσά που αποκόμιζαν τα μέλη της οργάνωσης τα χρησιμοποιούσαν για τον πολυτελή τους βίο, για αγορές αυτοκινήτων μεγάλης ιπποδύναμης, ανακαινίσεις και αγορές κατοικιών και επενδύσεις σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που λειτουργούσαν.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στα σπίτια των συλληφθέντων, βρέθηκαν συνολικά και κατασχέθηκαν 5 αυτοκίνητα, ένα φορτηγό, μια μοτοσυκλέτα, 3 τηλεοράσεις, 6 φορητοί υπολογιστές και tablet, μια κυνηγητική καραμπίνα, ένα αεροβόλο πιστόλι, 4 τραπεζικές κάρτες, 25 κινητά τηλέφωνα, 14 πακέτα σύνδεσης καρτοκινητής, 3 κάρτες SIM και χρηματικό ποσό 3.180 ευρώ.
Συνολικά εξιχνιάστηκαν 231 περιπτώσεις απάτης πανελλαδικά, από τις οποίες τα μέλη της οργάνωσης αποκόμισαν συνολικά πάνω από 1.400.000 ευρώ.
Η έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Ηγουμενίτσας συνεχίζεται, ενώ σε συνεργασία με τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία επιστροφής μέρος των χρημάτων των παθόντων τα οποία δεν εξήγαγε εγκαίρως η οργάνωση από το τραπεζικό σύστημα και δεσμεύτηκαν στους «επιχειρησιακούς» λογαριασμούς της.
Οι συλληφθέντες με τη σε βάρος τους δικογραφία οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ναυπλίου.