Σχεδόν 1,8 εκατ. πολίτες θα πληρώσουν επιπλέον φόρους καθώς «πιάστηκαν» στην «τσιμπίδα» των τεκμηρίων διαβίωσης με αποτέλεσμα περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά να έχει φορολογηθεί βάσει τεκμαρτού εισοδήματος!
Τα τεκμήρια διαβίωσης είναι συγκεκριμένα ποσά καθορισμένα από τη Φορολογική Διοίκηση, τα οποία θεωρούνται, αντικειμενικά, ως οι ελάχιστες δαπάνες που πρέπει να έχει καταβάλει κάθε φορολογούμενος μέσα σε ένα φορολογικό έτος για την ατομική του διαβίωση και τη συντήρηση της ακίνητης και κινητής περιουσίας του.
Πώς πιάστηκαν 1 στους 4 πολίτες στην «παγίδα» των τεκμηρίων
Η αναστολή της φορολόγησης βάσει τεκμηρίων διαβίωσης την διετία 2020 και 2021 είχε προκαλέσει την φορολογική «ασυλία» των φορολογουμένων υπό την προϋπόθεση βέβαια να μην έχουν «πιαστεί» στα τεκμήρια κατά τα 2 προηγούμενα έτη, δηλαδή το 2018 και 2019.
Η αναστολή επομένως ίσχυσε για όσους είχαν πληγεί λόγω του lockdown στην οικονομία και όχι για όλους. Και επειδή, τόσο το 2018 όσο και το 2019 (πριν από την πανδημία δηλαδή) περίπου 1,8 εκατομμύριο εκκαθαριστικά κάθε χρόνο έβγαιναν βάσει των τεκμηρίων και όχι του δηλωθέντος εισοδήματος, αυτό το πλήθος των φορολογουμένων εξαιρέθηκε αυτομάτως από την αναστολή των τεκμηρίων του 2020 και 2021.
Πάνω από 1 στα 4 νοικοκυριά έπεσε στην «παγίδα» των τεκμηρίων
Σύμφωνα λοιπόν με τα στατιστικά στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν το 2021 για τα εισοδήματα του 2020, όπως τα δημοσιοποίησε η ΑΑΔΕ:
1.748.934 από τα συνολικά 6.529.279 νοικοκυριά (κοινές ή μεμονωμένες φορολογικές δηλώνεις) φορολογήθηκαν όχι για τα εισοδήματα που δήλωσαν, αλλά για όσα υπολόγισε και τους καταλόγισε η εφορία από μόνη της! Ποσοστό 26,8% ή 1 στους 4 φορολογήθηκαν με βάση τα τεκμήρια.
Με βάση τα τεκμήρια, οι φορολογούμενοι αυτοί φορολογήθηκαν για 5,96 δισ. υψηλότερο εισόδημα: ενώ οι ίδιοι δήλωσαν αθροιστικά 3,07 δισ. ευρώ (ή από 1.755 ευρώ κατά μέσο όρον ο καθένας) η εφορία τους φορολόγησε… για 9,03 δισ. ευρώ συνολικά, σαν να είχαν αποκτήσει δηλαδή τριπλάσιο εισόδημα –από περίπου 5.160 ευρώ ο καθένας.
«Πρωταθλητές» των τεκμηρίων αναδεικνύονται οι εισοδηματίες, καθώς πλήρωσαν τα μεγαλύτερα ποσά φόρων. Μισθωτοί και συνταξιούχοι, από την πλευρά τους, «μετρούν» πολύ περισσότερα αριθμητικά «θύματα» του μέτρου.
Συγκεκριμένα, ανά πηγή εισοδήματος:
571.088 μισθωτοί πλήρωσαν φόρο για εισοδήματα 1,320 δισ. ευρώ επιπλέον όσων δήλωσαν (ή περίπου 2.300 ευρώ «έξτρα» εισόδημα ο καθένας τους)
542.463 συνταξιούχοι πλήρωσαν φόρο για εισοδήματα 1,56 δισ. ευρώ επιπλέον όσων δήλωσαν (ή «καπέλο» περίπου 2.850 ευρώ επιπλέον ο καθένας τους)
389.133 εισοδηματίες πλήρωσαν φόρο για εισοδήματα 1,85 δισ. ευρώ επιπλέον όσων δήλωσαν (ή περίπου 4.750 ευρώ επιπλέον ο καθένας τους)
146.292 ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι πλήρωσαν φόρο για εισοδήματα 620 εκατ. ευρώ επιπλέον όσων δήλωσαν, δηλαδή έξτρα εισόδημα λόγω τεκμηρίων μόλις 450 ευρώ επιπλέον ο καθένας τους.
99.958 αγρότες φορολογήθηκαν για τεκμαρτό εισόδημα 366,161 εκατ. ευρώ ή 360 ευρώ κατά μέσον όρο ο καθένας
Ποιες δαπάνες οδηγούν στην «παγίδα» των τεκμηρίων
Οι τεκμαρτές δαπάνες που απειλούν να αυξήσουν τη φορολογία των φυσικών προσώπων, είναι οι ακόλουθες:
κατοικίες: Το τεκμήριο υπολογίζεται με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της κατοικίας, είτε είναι ιδιόκτητη, είτε με ενοίκιο -ή ακόμα και με δωρεάν παραχώρηση.
ΙΧ αυτοκίνητα: το τεκμήριο διαμορφώνεται ανάλογα με τα κυβικά εκατοστά και ξεκινάει από 4.000 ευρώ για αυτοκίνητα 1.200 κ.εκ. και άνω.
δίδακτρα που καταβάλλονται για ιδιωτικά σχολεία και εκπαιδευτήρια.
δαπάνη για οικιακές βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων, δασκάλους και λοιπό προσωπικό.
σκάφη αναψυχής με βάση το μήκος τους.
πισίνες ανάλογα με την επιφάνειά τους ή και το αν είναι εξωτερικές ή εσωτερικές.
δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, εντός του έτους, όπως ακινήτων, αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής και αγαθών μεγάλης αξίας.
ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης ύψους 3.000 ευρώ για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και 5.000 ευρώ προκειμένου για συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση, εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα.
Οι φορολογούμενοι που δηλώνουν χαμηλότερο πραγματικό εισόδημα, από το τεκμαρτό τους, έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τη διαφορά, επικαλούμενοι εισοδήματα τα οποία είναι αφορολόγητα ή φορολογήσιμα, εισοδήματα προηγουμένων οικονομικών ετών ή με τη λήψη δανείων.