Της Μαρίας Μόσχου
mariam@movenews.gr
Πριν από 7 χρόνια η Ελλάδα ήταν περήφανη που μια… εγχώρια ομάδα είχε συλλάβει και υλοποιήσει μια απίστευτη εφαρμογή που θα άλλαζε τα δεδομένα και τον τρόπο μεταφοράς με επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης.
Τότε «γεννήθηκε» η Taxibeat, μια από τις πιο επιτυχημένες νεοφυείς επιχειρήσεις στην Ελλάδα, που έπειτα από σχεδόν 7 χρόνια δραστηριότητας εξαγοράστηκε από τον γερμανικό κολοσσό Daimler ενώ έχει κατακτήσει ήδη αγορές όμως η Αμερική.
Η πρώτη επίσημη παρουσίαση της Taxibeat έγινε τον Μάιο του 2011 στον Κεραμεικό αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Ο Νίκος Δανδράκης, ο πιο επιτυχημένος Έλληνας startuper όπως αποδείχθηκε αργότερα, μαζί με τους Κ. Σακκά, Μ. Σφικτό και Ν. Δαμηλάκη δημιουργούν την Taxibeat, χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή για κλήση και κράτηση ταξί από smartphone. Η πρωτότυπη αυτή εφαρμογή έφτασε να έχει περισσότερους από 550.000 εγγεγραμμένους χρήστες και να συνεργάζεται με 8.000 οδηγούς ταξί.
Αποτέλεσμα να προσελκύσει το ενδιαφέρον διεθνών επιχειρηματιών και τελικά να εξαγοραστεί από τον γερμανικό κολοσσό Daimler.
Όμως η εταιρεία αλλά και η αγοραπωλησία μπαίνε στο στόχαστρο της κυβέρνησης μετά από αλλεπάλληλες αντιδράσεις και οχλήσεις του ΣΑΤΑ.
Αποκορύφωμα ο νόμος – πλέον- που ψηφίστηκε χθες το απόγευμα από την πλειοψηφία της Βουλής και ο οποίος θέτει περιορισμούς για την λειτουργία μίας εταιρείας που παράγει υπηρεσίες ταξί στην χώρα μας.
Η βουλή για δυο μέρες έμοιαζε πεδίο μάχης με δύο στρατόπεδα. Το ένα ο υπουργός Υποδομών και ο ΣΑΤΑ και το άλλο ο εκπρόσωπος της ΒΕΑΤ κ. Δρανδάκης.
Ο Χρήστος Σπίρτζης
Τη συζήτηση έκλεισε ο υπουργός Μεταφορών, Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος άσκησε δριμεία κριτική στις αναφορές του επικεφαλής της εταιρείας Beat Ν. Δρανδάκη για τις φορολογικές πρακτικές που ακολουθεί σε Ελλάδα και εξωτερικό.
«Κάποιες εταιρείες διαμεσολάβησης ξεσκίζουν τη νομοθεσία, χωρίς να πληρώνουν φορολογία» είπε ο κ. Σπίρτζης και υπογράμμισε ότι ο κ. Δρανδάκης παραδέχτηκε ότι η Beat δεν πληρώνει φορολογία εισοδήματος. «Ο έλληνας πολίτης μέσα στην κρίση μπαίνει στο Ταξί από το “ελληνικό θαύμα” και τα λεφτά του πηγαίνουν έξω εν μέσω capital control. Αυτή η εταιρεία δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ φόρο εισοδήματος» κατήγγειλε.
Βέβαια ούτε λόγος για τον επιβάτη που μέσα από το κινητό του βρίσκει ταξί χωρίς ταλαιπωρία και το οποίο είναι το αργότερο σε πέντε λεπτά στην τοποθεσία που βρίσκεται ακόμα και αν ο ίδιος δεν τη γνωρίζει. Ούτε λόγος για την δυνατότητα να πληρώνεις με κάρτα χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να έχεις μετρητά και βέβαια ούτε λέξη για τις δωρεάν διαδρομές που «κερδίζει» ο συχνός πελάτης.
Ο κ. Σπίρτζης καταλόγισε επίσης στον κ. Δρανδάκη ότι παραδέχτηκε πως υπήρχε χρηματοδότηση στην εταιρεία του από offshore. «Μας εμπαίζουν, λένε ότι δεν κάνουν εκπτώσεις αλλά επιδότηση. Είναι να τρελαίνεσαι» ανέφερε και καταλόγισε «μαύρες, κατάμαυρες» ζώνες στη λειτουργία της Beat. «Το ΣΔΟΕ θα έχει πολύ δουλειά μετά από αυτά που είπε ο κ. Δρανδάκης» συμπλήρωσε ο υπουργός.
Ο Θ. Λυμπερόπουλος
«Ο κλάδος μας, οι αυτοαπασχολούμενοι δεν είναι συντεχνία. Συντεχνία και διαπλοκή είναι εκείνοι που μέσα από την καινοτομία δεν κλέβουν μόνο τους επαγγελματίες αλλά και την πατρίδα, εκείνοι που με πρόφαση την καινοτομία παρερμηνεύουν ακόμη και τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου», ήταν ένα από τα επιχειρήματα του κ. Λυμπερόπουλου κατά την ακρόασή του στην επιτροπή.
Ο κ. Λυμπερόπουλος, καταφέρθηκε εναντίον της Beat, λέγοντας πως η μόνη «καινοτομία» της εταιρείας είναι ότι εισπράττει για λογαριασμό της το μίσθωμα και όχι ο ταξιτζής, ενώ διερωτήθηκε πού είναι οι φόροι που πληρώνει η εταιρεία.
Ο Ν. Δρανδάκης
«Το 2017 η εταιρεία δήλωσε στη ΦΑΕΕ ΑΘΗΝΩΝ 3,7 εκατομμύρια ευρώ έσοδα. Από αυτά η μισθοδοσία ήταν 1.150.000 ευρώ. Πληρώσαμε 1.140.000 φόρους και εισφορές. Οι φόροι είναι ΦΠΑ , ΦΜΥ, ειδική εισφορά αλληλεγγύης και εισφορές στο ΙΚΑ. Η εταιρία δεν έχει βγάλει κέρδη ακόμα. Από το 2011 κάθε χρόνο οι εργαζόμενοί μας διπλασιάζονται. Έχουμε 120, θα κλείσουμε τον χρόνο με περισσότερους από 200. Ο μέσος καθαρός μισθός είναι 1.700 ευρώ. Κανένας δεν παίρνει κάτω από 1.000 ευρώ καθαρά. Φέρνουμε έλληνες επιστήμονες από το εξωτερικό», ανέφερε μεταξύ άλλων ο CEO της Beat, εξηγώντας ότι αυτός είναι ο λόγος που η εταιρεία δεν εμφανίζει κερδοφορία.
Για την έδρα της επιχείρησης κ. Δρανδάκης είπε ότι στην Ελλάδα το 2011 ήθελε 45 ημέρες για το άνοιγμα της επιχείρησης ενώ στο Λονδίνο το έκανε σε μόλις μία ημέρα και «μέχρι το τέλος της εβδομάδες είχα και τραπεζικούς λογαριασμούς για να καταθέσουν τα χρήματα οι επενδυτές».
Η ανακοίνωση της BEAT
Το πράσινο φως στις εταιρείες που μελλοντικά θα αδειοδοτηθούν να προβαίνουν σε εκπτώσεις, και άρα σε διαμόρφωση του κομίστρου του ταξί δίνει το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή από τον υπουργό Μεταφορών σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της ΒΕΑΤ Νίκος Δρανδάκης.
Ο κ. Δρανδάκης επισήμανε, ότι το άρθρο 12 του νομοσχεδίου δίνει αυτή τη δυνατότητα ενώ διευκρίνισε, ότι η BEAΤ δεν παρεμβαίνει στο κόμιστρο, καθώς αυτό ορίζεται και ελέγχεται από το κράτος. «Η ΒΕΑΤ, σε μεμονωμένες περιπτώσεις προωθητικών ενεργειών μπορεί να επιδοτεί το κόμιστρο, προσφέροντας ουσιαστικά κίνητρο στον επιβάτη να πάρει ταξί, ενώ ο οδηγός εισπράττει πάντοτε ολόκληρη την αξία της διαδρομής, όπως αυτή αναγράφεται στο ταξίμετρο» τόνισε.
Κατά τη διάρκεια της χθεσινής τοποθέτησης του στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου για τη νομοθετική πρωτοβουλία την οποία προωθεί προς ψήφιση στη Βουλή το Υπουργείο Υποδομών & Μεταφορών μέσω του Σχεδίου Νόμου για τις Μεταφορές ο κ. Δρανδάκης τόνισε ότι το άρθρο 12 του Σχεδίου Νόμου πλήττει σημαντικά τις σύγχρονες ηλεκτρονικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης.
«Η ΒΕΑΤ θεωρεί προφανές και αδιαμφισβήτητο ότι το άρθρο 12 -στο σύνολό του- αντίκειται στο Ευρωπαϊκό (ενωσιακό) Δίκαιο και ως εκ τούτου θα πρέπει ολόκληρο να αφαιρεθεί από το Σχέδιο Νόμου. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο οι πλατφόρμες διαμεσολάβησης δεν υπόκεινται σε διαδικασία αδειοδότησης, με βάση την Κοινοτική Οδηγία 2000/31 για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο, στην οποία υπάγονται οι υπηρεσίες της Κοινωνίας της Πληροφορίας όπως η ΒΕΑΤ. Η ΒΕΑΤ ξεκαθαρίζει ότι είναι μια εφαρμογή που λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, συνδέοντας επιβάτες με επαγγελματίες οδηγούς ταξί, και δεν είναι εταιρεία παροχής μεταφορικού έργου. Θεωρεί δε αυτονόητο ότι το μεταφορικό έργο (ταξί) και η ενδιάμεση υπηρεσία (εφαρμογή κλήσης ταξί) είναι εύκολα διαχωρίσιμα, ειδικά από τη στιγμή που ο κλάδος του ταξί στην Ελλάδα είναι ήδη αυστηρά ρυθμισμένος. Η ΒΕΑΤ ανήκει ως υπηρεσία στην Κοινωνία της Πληροφορίας και οποιαδήποτε νέα νομοθετική ρύθμιση θα ήταν θεμιτή, μόνο αν ερχόταν να λύσει υφιστάμενα προβλήματα και να εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον –κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση» αναφέρεται σε ανακοίνωση τηςBEAT.
Μάλιστα επισημαίνει ότι η σχετική Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, την οποία μάλιστα επικαλείται και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφασή του για την UBER, προβλέπει ότι οποιοσδήποτε διοικητικός περιορισμός σε υπηρεσίες της Κοινωνίας της Πληροφορίας πρέπει να επιβάλλεται μόνο κατ’ εξαίρεση. Μάλιστα, ο κ. Δρανδάκης προσκόμισε στην Επιτροπή γνωμοδότηση του έγκριτου συνταγματολόγου Γιάννη Δρόσου σύμφωνα την οποία οι υπηρεσίες που παρέχει η ΒΕΑΤ δεν εμπίπτουν στις υπηρεσίες μεταφορών κατά την έννοια της απόφασης στην ΥπόθεσηC-434/15 του ΔΕΕ, ούτε η απόφαση αφήνει περιθώρια ερμηνείας ότι θα μπορούσε να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως η BEAT.
Ο κ. Δρανδάκης ανέφερε ότι η BΕΑΤ «είναι μια εταιρεία απολύτως συνεπής με όλες τις υποχρεώσεις της προς το κράτος, τους εργαζομένους της και τους συνεργαζόμενους οδηγούς». Ο ιδρυτής της ΒΕΑΤ τόνισε πως η εταιρεία συνεργάζεται αποκλειστικά με επαγγελματίες οδηγούς, σ’ ένα απόλυτα ρυθμισμένο περιβάλλον.
Σημείωσε, επιπλέον, πως κατά τη διάρκεια της επταετούς λειτουργίας της εφαρμογής δεν έχει παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα ως προς το θεσμικό πλαίσιο. Αντίθετα, ο βαθμός ικανοποίησης τόσο των πελατών όσο και των συνεργατών είναι ιδιαίτερα υψηλός. Επιπλέον, επανέλαβε, ότι η εταιρεία τηρεί απολύτως τη φορολογική νομοθεσία και οι πρόσφατοι έκτακτοι φορολογικοί και ασφαλιστικοί έλεγχοι, τους οποίους διεξήγαγαν στη ΒΕΑΤ οι αρμόδιες υπηρεσίες το αποδεικνύουν, καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή υποψία οποιασδήποτε παράβασης, φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής. Εξάλλου, η εταιρεία κινείται ήδη νομικά εναντίον εκείνων που τη συκοφαντούν συστηματικά με ανυπόστατους, ψευδείς ισχυρισμούς σχετικά με την οικονομική της δραστηριότητα.
Ο κ. Δρανδάκης αναφέρθηκε και στο επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας για το άμεσο μέλλον που θα δημιουργήσει αντιστοίχως νέες θέσεις εργασίας. Η ΒΕΑΤ απασχολεί σήμερα 120 εργαζόμενους στην Αθήνα και ο στόχος της είναι ως το τέλος της χρονιάς ο αριθμός των εργαζομένων της να ξεπεράσει τους 200, με έμφαση στο επιστημονικό προσωπικό, στην έρευνα και την καινοτομία.