Η Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, Αλεξάνδρα Σδούκου και ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης, συμμετείχαν στον 5ο Γύρο Διαβουλεύσεων για το Ελληνογερμανικό Σχέδιο Δράσης σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων, που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Βερολίνο.
Ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης, επισήμανε στην παρέμβασή του ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί βασικό στόχο της ελληνικής Κυβέρνησης. Για τον σκοπό αυτόν, έως το τέλος Μαΐου αναμένεται να έχει ψηφίσει τον πρώτο Κλιματικό Νόμο, τις βασικές πρόνοιες του οποίου ανέπτυξε σε αδρές γραμμές.
Ως προς τη δέσμη νομοθετικών προτάσεων για τη μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην τροποποίηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ).
Ο κ. Βαρελίδης υπενθύμισε τις επιφυλάξεις της Ελλάδας για την ένταξη του κτιριακού τομέα και των οδικών μεταφορών στο ΣΕΔΕ, λόγω της μεγάλης διακύμανσης της τιμής άνθρακα και της μικρής προβλεψιμότητάς της που δυσχεραίνουν την εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων του μέτρου. Όπως τόνισε, τυχόν συμπερίληψη αυτών των δύο τομέων στο ΣΕΔΕ θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα σταθεροποίησης του εύρους διακύμανσης της τιμής άνθρακα προκειμένου να είναι δυνατή η έγκαιρη λήψη μέτρων για την άμβλυνση των επιπτώσεων στα ευάλωτα νοικοκυριά.
Σε ό,τι αφορά την ένταξη της ναυτιλίας στο ΣΕΔΕ, ο Γενικός Γραμματέας τόνισε την ανάγκη η υποχρέωση κάλυψης του κόστους άνθρακα να βαρύνει τον ναυλωτή και όχι τον πλοιοκτήτη, προκειμένου να διασφαλιστεί η βέλτιστη αποδοτικότητα του μέτρου. Τέλος, αναφέρθηκε στην ανάγκη ο διασυνοριακός μηχανισμός άνθρακα να αντιμετωπίσει και το θέμα των εξαγωγών προς τρίτες χώρες, για να μην έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Η Αλεξάνδρα Σδούκου παρουσίασε το ολοκληρωμένο σχέδιο της ελληνικής Κυβέρνησης για την επάρκεια εφοδιασμού και την ενίσχυση της ενεργειακής ανταγωνιστικότητας της χώρας, υπογραμμίζοντας ότι η απεξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, αν και δεν μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα, είναι η μόνη λύση που θα θωρακίσει την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
Όπως επισήμανε ότι: «Η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε έναν ενεργειακό κόμβο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, να στηρίξει τις χώρες της ευρύτερης περιοχής και να συμβάλλει στις προσπάθειες τους για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο». Τόνισε ότι η ενεργειακή ανεξαρτησία δεν κατοχυρώνεται μόνο μέσα από τη διαφοροποίηση των πηγών και των οδεύσεων προμήθειας φυσικού αερίου, αλλά και -κυρίως- μέσα από τη στρατηγική της Ενεργειακής Μετάβασης και την προώθηση των τεχνολογιών καθαρής ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρθηκε στις παρεμβάσεις που έχει δρομολογήσει η Ελλάδα όπως την απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας για νέα έργα ΑΠΕ, την εκπόνηση του θεσμικού πλαισίου για έργα αποθήκευσης ενέργειας και υπεράκτιους αιολικούς σταθμούς, την ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών και το μαζικό πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος της χώρας.
Η κυρία Σδούκου εξέφρασε το ισχυρό ενδιαφέρον της ελληνικής Κυβέρνησης για την ανταλλαγή καλών πρακτικών με τη Γερμανία και την προσέλκυση μακροπρόθεσμων επενδυτών που θα συμβάλλουν στην Ενεργειακή Μετάβαση και ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν νέες, ποιοτικές θέσεις εργασίας θα τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη και θα οικοδομήσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας μεταξύ των δύο λαών.
Κομβική θέση στην ελληνογερμανική ενεργειακή συνεργασία, συμπλήρωσε, μπορεί να παίξει η παραγωγή υδρογόνου. Η ελληνική Κυβέρνηση αναζητά ευκαιρίες συνεργασίας στις τεχνολογικές καινοτομίες που διακρίνουν αυτόν τον τομέα, δεδομένων και των εκτιμήσεων ότι έως το 2050 το 12% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης μπορεί να καλύπτεται από το υδρογόνο.